Γράφει η Μπάρμπυ Κορμαρή
Κοιμάσαι…κι εγώ κάθομαι δίπλα σου και σε κοιτάζω. Ώρες ατέλειωτες μπορώ να στέκω εκεί και να χαζεύω τη μορφή σου. Το πρόσωπό σου είναι απίστευτα ήρεμο. Έχοντας χάσει όλη την ένταση της ημέρας έχεις μια έκφραση τόσο γλυκιά που με τρελαίνει. Το κορμί σου έχει χαλαρώσει. Απλώνω το χέρι μου και σε χαϊδεύω απαλά. Το σώμα σου με τραβάει σα μαγνήτης.
Δε μπορώ ν’ αντισταθώ, θέλω συνέχεια να σ’ αγγίζω! Δε σε χορταίνω, μάτια μου!
Ξαπλώνω δίπλα σου κι αμέσως απλώνεις το χέρι σου και μ’ αγκαλιάζεις. Με τρελαίνει που όταν κοιμάσαι με ψάχνεις στον ύπνο σου, με τυλίγεις και κολλάς πάνω μου. Κι εγώ κουρνιάζω στην αγκαλιά σου και ηρεμώ.
Δεν το χορταίνω το άγγιγμά σου. Λατρεύω την αίσθηση των χεριών σου πάνω στο σώμα μου, σε κάθε σου άγγιγμα γίνομαι πυροτέχνημα έτοιμο να εκραγεί, το κάθε χάδι σου με καθηλώνει.
Με σφίγγεις πάνω σου, κι εγώ κρύβω το πρόσωπό μου στο λαιμό σου και σ’ ανασαίνω. Δε χορταίνω να μυρίζω το άρωμά σου. Και δεν εννοώ την κολώνια σου, για το δικό σου άρωμα μιλάω, τόσο οικείο, τόσο ιδιαίτερο, τόσο μεθυστικό. Κολλάει στο δέρμα μου και νιώθω την ύπαρξή μου να γεμίζει από σένα.
Μέσα στον ύπνο σου μου σκας ένα φιλί και μουρμουρίζεις τ’ όνομά μου. Κι εγώ λιώνω καθώς ακούω τη φωνή σου, βραχνή και αισθησιακή να φτάνει ψίθυρος στ’ αυτιά μου.
Δε σε χορταίνω, μάτια μου! Η αγκαλιά σου ηρεμεί τους δαίμονές μου, μόνο εκεί νιώθω ήρεμη και ασφαλής, μόνο στα χέρια σου μπορώ να χαλαρώσω. Στα δυο σου χέρια είναι όλα όσα ονειρεύομαι…ν’ αποκοιμιέμαι κάθε βράδυ στην αγκαλιά σου, με την ανάσα σου να με νανουρίζει, και να ξυπνάω με τα χάδια σου κάθε πρωί.
Δε σε χορταίνω, μάτια μου! Γιατί από τότε που σε γνώρισα το χαμόγελό σου φωτίζει σαν ήλιος τις μέρες μου και τα μάτια σου είναι θάλασσες και με ταξιδεύουν. Πώς να χορτάσω αυτό το βλέμμα σου, που ξεχειλίζει από τρυφεράδα κι έρωτα σαν με κοιτάς; Κι εκεί σαν σε κοιτώ αντικρίζω ολόκληρο τον κόσμο.
Όταν λείπεις δε σταματάω στιγμή να σε σκέφτομαι. Μετράω τις ώρες μέχρι να σε ξαναδώ κι όσο βραδιάζει η καρδιά μου φτερουγίζει. Κι όταν γυρίζεις και σ’ αντικρύζω τρέχω να χωθώ στην αγκαλιά σου με το ίδιο εκείνο καρδιοχτύπι της πρώτης φοράς.
Δεν τις χορταίνω τις στιγμές που είμαι μαζί σου. Όσες κι αν είναι δε μου φτάνουν, θέλω κι άλλες. Σε θέλω συνέχεια κοντά μου, να τριγυρίζεις γύρω μου και κάθε φορά που σε ψάχνω να σηκώνω τα μάτια και να συναντώ το βλέμμα σου.
Δε σε χορταίνω, μάτια μου! Νιώθω πως είμαι ένα κομμάτι από σένα, πως έχω γεννηθεί στα χέρια σου, πως υπάρχω για να είμαστε μαζί. Με σένα έμαθα να ζω στο κόκκινο, να ζω το τώρα, να ζω με πάθος κι ένταση, να ζω τα θέλω μου και να μη συμβιβάζομαι. Μαζί σου έμαθα το αμοιβαίο, το υπερβολικό, το παράφορο, το ανεξέλεγκτο.
Γουστάρω κάθε τι δικό σου. Τη μορφή σου, το βλέμα σου, το χαμόγελό σου, το άγγιγμά σου, τα χέρια σου, το κορμί σου. Λατρεύω τον τρόπο που μ’ αγκαλιάζεις και νιώθω τις καρδιές μας να χτυπάνε στον ίδιο παλμό. Και με τρελαίνει ο τρόπος που αναστενάζεις κι αντιδράς στο δικό μου άγγιγμα. Ο τρόπος που ταιριάζουν τα κορμιά μας. Σαν δυο κομμάτια παζλ, που το ένα συμπληρώνει το άλλο. Ένα σώμα, μια ανάσα, μια καρδιά.
Μ’ αρέσει ακόμα κι όταν με πειράζεις. Κι ας σου γκρινιάζω. Έχεις αυτό το παιχνιδιάρικο βλέμμα κι ένα χαμόγελο πονηρό κι εγώ τσαντίζομαι και σου μουτρώνω κι εσύ γελάς…μα ξέρεις κάτι; Κατά βάθος μ’ αρέσει, γιατί μαζί σου ξαναγίνομαι παιδί κι όσο κι αν αντιστέκομαι στο τέλος παρασύρομαι κι εγώ στο δικό σου παιχνίδι.
Γι’ αυτό σου λέω, δε σε χορταίνω, μάτια μου! Πώς να σε χορτάσω, όταν φωτίζεις τη ζωή μου, όταν γεμίζεις χρώματα τον κόσμο μας, όταν την κάθε μέρα την κάνεις γιορτή;
Δε σε χορταίνω… Γιατί μαζί σου έχει νόημα η κάθε στιγμή. Γιατί κάθε μέρα σ’ ερωτεύομαι απ’ την αρχή. Γιατί κάθε εμπειρία μαζί σου είναι πρωτόγνωρη.
Μαζί σου έμαθα να ονειρεύομαι. Μαζί σου έμαθα να ζω. Μαζί σου έμαθα να αγαπάω. Και κάθε μέρα σ’ αγαπάω όλο και πιο πολύ. Γι’ αυτό σου λέω…δε σε χορταίνω, μάτια μου!