Γράφει ο Σάκης Χαλβαντζής.
Βρέχει!
Καμιά βροχή όμως, δεν σ’έφερε ποτέ πίσω σ’εμένα. Τι κι αν σε περίμενα, τι κι αν η βροχή ήρθε σαν λύτρωση από τον ουρανό για να ξεπλύνει όλες τις βέβηλες εικόνες του πρόσφατου παρελθόντος; Βλέπεις.. παλεύουν ακόμη μέσα μου, από τη μια το δικό σου “ανεξόφλητο” κι από την άλλη αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν “πεπρωμένο”. Άνιση μάχη, άνισα τα σκοτάδια, άνισες κι οι μέρες που παραμέρισα τα πάντα για κείνο το δικό σου, το “λίγο”. Ακόμη κι έτσι όμως, ακόμη και τώρα που “έδυσες”, μου μοιάζει περισσότερο μπροστά στ’ανεπαίσθητα “πολύ” των άλλων.
Μάζευα, μάζευα..
Μάζευα τα σύννεφα όπως μαζεύουν τα μικρά παιδιά τις αγαπημένες τους ζωγραφιές. Μόνο που εγώ δεν είχα άλλο χώρο να τα κρύψω κάτω από το μαξιλάρι μου κι έτσι τα έκρυβα βαθιά μέσα μου, μη και σ’ενοχλήσει ο θόρυβος που έκαναν κάθε φορά που ξεσπούσε καταιγίδα. Κι ήταν πολλές οι καταιγίδες. Κάθε φορά πιο δυνατές, πιο σίγουρες από τις προηγούμενες. Με μεγαλύτερη ορμή και αποφασιστικότητα· τόση ώστε να με διαλύσουν. Ξεκολλούσαν στο διάβα τους κομμάτια απ’το πετσί μου. Μέχρι και τα λιγοστά μου όνειρα, κι εκείνα τα παρέσερναν. Όμως είμαι σώος, παρόλες τις ουλές που μου άφησαν ενέχυρο. Διασώθηκα απ’όλες εκείνες τις πελώριες αμαρτίες που κουβαλούσαν μαζί τους. Με θυμάμαι άλλοτε εξαγνισμένο κι άλλοτε σακατεμένο από το ζύγι της ήττας και μούσκεμα ως το κόκκαλο.
Κι όλο εκείνο το νερό. Πνιγόμουν.. Πνιγόμουν στο μέσα μου.
Ακόμη πνίγομαι, όμως το δάκρυ μου δεν τό‘χει αντικρίσει άνθρωπος. Μπορεί να καταπίνω νύχτες, να καταπίνω αλκοόλ, μπορεί η αυτοκαταστροφικότητά μου να έχει χτυπήσει κόκκινο και το μαρτύριό μου να παρατείνεται αλλά ποτέ δεν έπεσα αμαχητί. Ποτέ, ακούς;
Χαράζει..
Για δες τη ψυχή μου, στέκει ξάγρυπνη ακόμη. Παρόλη τη κούραση και τη γύμνια της, ονειρεύεται την αγάπη που δεν πήρε, την αγάπη που δεν της έδωσες. Κι έχει ένα στυφό χαμόγελο ζωγραφισμένο. Μού‘πε πως καρτερεί απελπισμένα ένα άσπρο περιστέρι. Όπως τα μικρά παιδιά καρτερούν το ουράνιο τόξο μετά από κάθε ευλογημένη βροχούλα!