Ξέχνα τις ενοχές και κάνε διακοπές χωρίς τα παιδιά..
Πρόσφατα επέστρεψα από τις παραδεισένιες διακοπές μου, χωρίς τα παιδιά.
Οι κόρες μου, πέντε και επτά χρονών, έμειναν με τους παππούδες, όσο εγώ και ο άντρας μου ταξιδεύαμε. Ήταν κάτι που ονειρευόμασταν για χρόνια και φέτος, αποφασίσαμε να το κάνουμε πραγματικότητα.
Κλείσαμε τα εισιτήρια νωρίτερα, αλλά ακόμα κι όταν είχε πλησιάσει ο καιρός, μου φαινόταν σαν ψέμα. Ήμουν ενθουσιασμένη. Όμως, παραδέχομαι ότι, εκτός από ενθουσιασμό, ένιωθα άγχος, φόβο και ενοχή.
Χίλιες φορές σκέφτηκα να κάνω πίσω.
Σκεφτόμουν όλα τα αρνητικά ενδεχόμενα και μιλούσα διαρκώς για τις φοβίες μου με τον άντρα μου. Με είχε πιάσει μια υστερία και παραλίγο να ακυρώσω το ταξίδι. Σε συζητήσεις με άλλους γονείς, διάβαζα στα μάτια τους την απορία «τι σόι γονείς αφήνουν τα παιδιά τους, για να πάνε διακοπές για ένα ολόκληρο δεκαπενθήμερο»;
Από την άλλη σκεφτόμουν ότι δεν είμαστε κακοί γονείς. Όλη μας η ζωή περιστρέφεται γύρω από τα παιδιά και η σχέση μας έχει μπει κυριολεκτικά στον πάγο. Όταν τα παιδιά θα ανοίξουν τα φτερά τους, δηλαδή μετά από 10 χρόνια και βάλε, ίσως θα είναι αργά να κολλήσουμε τα κομμάτια της σχέσης μας που έχει σκορπίσει. Όχι γιατί δεν θέλαμε να δουλέψουμε γι’ αυτήν αλλά γιατί, ειλικρινά, η καθημερινότητα μας ρουφούσε σαν μια χοάνη με αποτέλεσμα να βάζουμε τους ρόλους μας σαν εραστές και σαν σύντροφοι σε δεύτερη και τρίτη μοίρα.
Ευτυχώς στο πλευρό μας ήταν οι γονείς μου, πράγμα σπάνιο. Αντί να μας φορτώσουν με επιπλέον ενοχές, μας προέτρεψαν να φύγουμε και μας καθησύχασαν ότι τα παιδιά μας θα είναι ασφαλή κοντά τους.
Επιτέλους μόνοι.
Το να είμαστε μόνοι, χωρίς τα παιδιά, ήταν κάτι ξένο και οικείο ταυτόχρονα.
Επιτέλους ήμασταν ελεύθεροι να μιλήσουμε χωρίς να χρειάζεται να ψιθυρίσουμε μην μας ακούσουν τα παιδιά. Να κάνουμε βόλτες και να πιούμε έναν απλό καφέ χωρίς διακοπές από τις απορίες των μικρών ή τις συχνές διαμάχες τους. Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό κοιτάζαμε τους εαυτούς μας και δεν είχαμε στο νου μας να πάρουμε τη ζακέτα, το σκούφο, το τάδε παιχνίδι μαζί μας μήπως κρυώσουν, βαρεθούν, δυσανασχεστήσουν. Όσον αφορά στο σεξ, επιστρέψαμε στους πρώτους μήνες της γνωριμίας και απολαύσαμε ο ένας τον άλλον χωρίς να χρειαστεί να κλειδώσουμε τη πόρτα και να έχουμε τη μισή μας προσοχή στραμμένη έξω από το δωμάτιο μήπως τα παιδιά χρειαστούν κάτι.
Κατά τη διάρκεια των δυο εβδομάδων, ομολογώ, πως τα παιδιά μου έλειψαν. Αλλά πολύ λιγότερο απ ότι νόμιζα. Μιλούσαμε καθημερινά μαζί τους στο τηλέφωνο και συζητήσαμε αρκετές φορές γι’ αυτά με τον άντρα μου. Όμως μέχρι εκεί. Όλες τις υπόλοιπες ώρες ήμασταν τελείως ελεύθεροι. Με λίγα λόγια κάναμε όλα αυτά που όσοι δεν έχουν παιδιά θεωρούν δεδομένα.
Ήμασταν ελεύθεροι να οδηγούμε χωρίς να γίνεται πόλεμος για το τι μουσική θα ακούσουμε, ή για να βάλουν τα κορίτσια τις ζώνες τους.
Ελεύθεροι να βγούμε έξω χωρίς ειδικό σχεδιασμό.
Ελεύθεροι να μιλήσουμε μεταξύ μας και με τους φίλους μας, χωρίς να μας διακόψουν.
Ελεύθεροι να κάνουμε βόλτες, να τρώμε, να ξυπνάμε και να κοιμόμαστε ό,τι ώρα θέλουμε.
Ελεύθεροι να δεχτούμε την κάθε μέρα, όπως έρθει.
Δύο εβδομάδες είναι πολύς καιρός για να αφεθεί κανείς σε αυτό το είδος ελευθερίας, το ξέρω. Και δεν χρειάζεται να ταξιδέψεις στην άλλη άκρη του κόσμου τόσο μεγάλο διάστημα για να νιώσεις και πάλι ερωτεύσιμος και ζευγάρι με τον άλλον. Δύο-τρεις μέρες κάπου, μακριά από το σπίτι, αρκούν.
Σαν γονείς με μικρά παιδιά, είμαστε εξοικειωμένοι με τις διαπραγματεύσεις, τις εντάσεις, τα ξεσπάσματα. Είναι το αλατοπίπερο μας. Και σ’ έναν ιδανικό κόσμο, δεν θα είχαμε τον παραμικρό τσακωμό μεταξύ μας. Θα ήμαστε κι οι δύο τέλειοι και έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τις καθημερινές οικογενειακές αντιξοότητες. Ποτέ δεν θα το ρίχναμε στην κρεβατομουρμούρα, ποτέ δεν θα κατηγορούσαμε ο ένας τον άλλον και ποτέ δεν θα γινόμαστε παράλογοι. Όμως στην πραγματική ζωή συμβαίνουν αυτά.
Το να ξεφεύγουμε από αυτήν την πίεση είναι αναζωογονητικό. Είναι υγιές. Είναι απαραίτητο.
Για να μην αναφέρουμε την ανείπωτη χαρά που νιώθουμε, όταν ξαναβλέπουμε τα παιδιά και τα σφίγγουμε στην αγκαλιά μας.