Γράφει η Μαρία Σταματοπούλου
Πόσες φορές έλιωσε επάνω από το κινητό περιμένοντας ένα μήνυμά της;
Πόσες φορές και άλλες τόσες την καλούσες και εκείνη ποτέ, ούτε μία φορά, δεν σε λυπήθηκε να απαντήσει, να ακούσεις την φωνή της;
Ήταν βροχερός ο καιρός στην καρδιά σου. Την πλήγωσες και την απομάκρυνες. Ξεγλίστρησε από την αγάπη σου. Και τώρα ζει και αναπνέει χωρίς εσένα.
Μία ημέρα βροχερή και όχι σαν τις άλλες κατάφερες να της αποσπάσεις την προσοχή, να της μιλήσεις από κοντά. Την προσέγγισες πολύ διακριτικά και σχεδόν διστακτικά, μα ο αέρας της, ο αέρας που ανέπνεε σου προσκαλούσε πάγο και οργή. Είχε μόνον πάγο και οργή για εσένα. Το έχασες, φίλε, το παιχνίδι. Δεν σήκωσες το κεφάλι από το πάτωμα και έκανες να φύγεις.
Φεύγεις μακριά της, ξανά. Η αύρα της, αυτό ήθελε. Να φύγεις. Και εσύ έφυγες. Χωρίς να παλέψεις ακόμη περισσότερο. Χωρίς να πολεμήσεις τους δικούς σου δαίμονες και να αγκαλιάσεις την δική της αρμονία. Φεύγοντας, την άκουσες να βγάζει ένα γέλιο. Δεν περίμενε τίποτε λιγότερο από εσένα. Ή περισσότερο. Τόσον καιρό την κυνηγούσες μέσα από ένα κινητό τηλέφωνο και όταν βρέθηκε ο χρόνος να συναντηθείτε, δίστασες.
Σε κοίταξε ξανά με οργή και πάγο, το ένιωσες έως το μεδούλι σου, ρίγη κάλυψαν την πλάτη σου. Τελείωσε φίλε, σαν κάτι να άκουσες από τα χείλη της να βγαίνει.
Τελείωσε, αγαπημένη μου, ψιθύρισες στον εαυτό σου..
Οι δυνατοί έρωτες θέλουν και παντελόνια άφθαρτα, πλυμένα με θράσος, τιμή κι αλήθεια.