Γράφει η Ελεονόρα Κοκκίνη.
Εθνική οδός, κάπου κοντά στην πιο ερωτική πόλη, οδηγάς βυθισμένος στις σκέψεις σου μέχρι που σου τραβάει την προσοχή μια μαύρη μουτζούρα που υπάρχει στη γέφυρα μπροστά σου. Παρατηρείς καλύτερα και η μουτζούρα αρχίζει και ξεχωρίζει.
Σχηματίζονται λέξεις και οι λέξεις δίνουν το μήνυμά τους. Ένα μήνυμα που ξεχειλίζει από πόνο, επιθυμία κι έρωτα. «Μαριάννα μη φεύγεις, σ’ αγαπώ». Πέντε λέξεις που δεν πρόλαβαν να ειπωθούν και γράφτηκαν απελπισμένα και γρήγορα σε μια γέφυρα με την ελπίδα ότι θα διακόψουν την όποια φυγή της x-Μαριάννας.
Καθώς οδηγάς αναρωτιέσαι αν αυτό το «σ’ αγαπώ μη φεύγεις» βρήκε το θάρρος να ξεστομιστεί ποτέ και το μήνυμα στον τοίχο ήταν απλά μια απέλπιδα προσπάθεια ή ήταν κάτι πρωτοειπωμένο; Η αγάπη φανερώθηκε με λέξεις ή έμεινε στις πράξεις;
Αρκετοί αναρωτιούνται αν τα αισθήματά μας, όποια κι αν είναι αυτά, πρέπει να παραμένουν επτασφράγιστο μυστικό και να διαρρέουν μέσα από τις ενέργειες μας ή αν πρέπει να αναφέρονται με κάθε ευκαιρία και οποιαδήποτε στιγμή χωρίς να υπάρχει κάποιου άλλου είδους υποχρέωση ή κόπωση.
Η αλήθεια στο «καίριο» αυτό ερώτημα είναι κάπου στη μέση. «Παν μέτρον άριστον» έλεγαν οι αρχαίοι ημών και ποια είμαι εγώ για να το αμφισβητήσω;
Όντως υπάρχουν αισθήματα που δε λέγονται εύκολα. Πρέπει να περάσει καιρός για να βεβαιωθείς και να ξεκαθαρίσεις πως όντως τα νιώθεις. Αισθήματα όχι απαραίτητα θετικά. Μη ξεχνάς πως το νόμισμα έχει πάντα δυο όψεις. Τι γίνεται λοιπόν όταν είσαι σίγουρος για όσα έχεις μέσα σου;
Ασυναίσθητα τις περισσότερες φορές ξεκινάμε δείχνοντας με τις πράξεις μας τη συμπάθεια ή την αντιπάθεια σ ‘ ένα πρόσωπο. Είναι κάτι αυθόρμητο και ειλικρινές. Ίσως κάποιες φορές βέβαια να μην γίνεται αντιληπτό από τον δέκτη. Με τον καιρό και αρκετή προσπάθεια καταφέρνουμε να περάσουμε τα μηνύματά μας.
Σε περιπτώσεις συμπάθειας κι αγάπης η βοήθεια προς το εκάστοτε πρόσωπο δίνεται απλόχερα. Είσαι εκεί κάθε στιγμή για ν’ ακούσεις ό,τι έχει να πει και ό,τι το προβληματίζει, να συμβουλέψεις και να προειδοποιήσεις. Θα είσαι εκεί στις άσχημες στιγμές του για να σταθείς στο πλάι του και να το σηκώσεις όταν πιάσει πάτο.
Πράξεις απλές, χωρίς κανένα κέρδος αλλά απίστευτα σημαντικές για όποιον τις δέχεται. Και από τη στιγμή που τις δέχεται, ξέρει. Δεν παύει όμως να υπάρχει κι εκείνη η στιγμή που θέλει να τ’ ακούσει. Μια στιγμή αδυναμίας ή και –γιατί όχι– μεγάλης χαράς. Που θέλει ν’ ακούσει όλα όσα νιώθει ο άλλος για τον ίδιο και να πάρει δύναμη, και τι πιο όμορφο από την λεκτική πλέον έκφραση των συναισθημάτων;
Στην απέναντι όχθη τώρα τα αισθήματα όμορφα δε θα τα ‘λεγες. Όταν δε χωνεύεις έναν άνθρωπο πώς να το κρύψεις; Όταν τον βλέπεις και σου γυρνάει το μάτι πώς γίνεται να μη φαίνεται; Η αγένεια (εύχομαι με μέτρο) και η ξινίλα δίνουν ένα μικρό ρεσιτάλ. Καμιά διευκόλυνση και καμία επιείκεια σε κάποιον που για οποιονδήποτε λόγο δεν αντέχεις την παρουσία του.
Ίσως είναι και η μοναδική φορά που τα λόγια μπορεί να είναι και περιττά. Δε βρίσκεις κανένα λόγο για εξηγήσεις, ξεκαθαρίσματα και ανοιχτές κουβέντες μ’ έναν άνθρωπο που δεν εκτιμάς. Αν δε βλέπεις φως στον ορίζοντα για βελτίωση των σχέσεων και λύσιμο των παρεξηγήσεων δύσκολα θα μπεις στον κόπο εξωτερίκευσης των συναισθημάτων σου. Και είναι δικαίωμά σου ο χειρισμός της κάθε σχέσης.
Θυμήσου όμως πόση ανακούφιση νιώθεις όταν εκφράζεσαι. Όταν ανοίγεσαι και μοιράζεσαι τα αισθήματά σου. Όταν μιλάς και λύνεις προβλήματα και θέματα που σε απασχολούν.
Συνδύασε τις πράξεις με τις λέξεις σου και δεν θα βγεις χαμένος σε καμία περίπτωση.
LoveLetters