Γράφει η Περσεφόνη Χρυσαφίδου
Δε θυμάμαι από πότε, αλλά νιώθω πως μπορώ να πω με μεγάλη βεβαιότητα πως οι άνθρωποι, σχεδόν από πάντα, είχαν συνδυάσει τα μεγάλα αστικά κέντρα, και τις μεγαλουπόλεις γενικότερα, με την επιτυχία και, κατ᾽επέκταση, με την προσωπική ανάπτυξη κι ευτυχία. Και, ως έναν βαθμό, δικαίως.
Οι επαγγελματικές ευκαιρίες στις μεγάλες πολιτείες ήταν, σαφώς, περισσότερες, οι πιθανότητες να γνωρίσεις τα κατάλληλα πρόσωπα ώστε να αναδειχθείς, μεγαλύτερες, ενώ η ελευθερία του να ζεις μακριά από τα μέρη που γεννούν τα ταμπού και τις προκαταλήψεις, έμοιαζε με όνειρο θερινής νυκτός.
Ωστόσο, τα χρόνια περνούν και, καθώς νιώθουμε χορτασμένοι εώς και αηδιασμένοι απ´ αυτήν την αίσθηση της υπερβολικής πληροφορίας, της, πέρα πάσης ανοχής, αυτο-ανάδειξης και υπερ-εξέλιξης, η επιστροφή στον απλό τρόπο ζωής φαίνεται να γίνεται το όνειρο κάθε κατατρεγμένου κοσμοπολίτη.
Το να ζεις σε μια κωμόπολη, στην επαρχία, στη μικρή σου πόλη, στο γραφικό χωριουδάκι σου, στο σπίτι σου με τη μεγάλη αυλή και τα τέσσερα πανομοιότυπα σπίτια κολλημένα δίπλα στο δικό σου, είναι ιδιαίτερα όμορφο, αρκεί να έχεις επιλέξει συνειδητά έναν τρόπο ζωής στον οποίο δε χωρούν ψεύτικα είδωλα και φτηνές φιλοδοξίες.
Αυτές οι μικρές πόλεις, όμοιες με τη δική μου, που ξεπροβάλλουν μέσα απ᾽τα βουνά σαν νεράιδες τ᾽ουρανού, έχουν ταυτότητα και χαρακτήρα. Παραδὀσεις εκατοντάδων ετών έχουν γράψει την ιστορία τους στα πλακόστρωτα στενά τους και τη διατηρούν σε σπίτια που αρνούνται να παραδοθούν στη σύγχρονη υποκουλτούρα.
Στις πόλεις αυτές μαθαίνεις τον απλό τρόπο ζωής, οφείλεις να σέβεσαι τη φύση που είναι ουσιαστικά το σπίτι σου και ξεχνάς τους γρήγορους ρυθμούς που απαιτεί από εσένα μία σύγχρονη μεγαλούπολη.
Οι πόλεις αυτές είναι οι αθόρυβοι συνεχιστές της κοινωνικότητας των ανθρώπων, αφού σπανίως θα περάσει κάποιος δίπλα σου χωρίς να σε καλημερίσει και να προσπαθήσει να σου πιάσει κουβέντα, θυμίζοντάς σου πώς είναι να δίνεις χαρά χωρίς αυτό να είναι προαπαιτούμενο για κάτι άλλο.
Οι πόλεις αυτές είναι η όαση των παιδιών, αφού, από μωρά ακόμη, μυούνται στον φυσικό τρόπο ζωής, αυτόν που θέλει τον άνθρωπο ένα με τη φύση, απαλλαγμένο από την τοξικότητα του άγχους και των ρύπων που κατακλύζουν τα αστικά κέντρα.
Μέσα στις γειτονιές τους παιδιά μεγαλώνουν ξένοιαστα με γέλια και παιχνίδια, δίνοντας αληθινό νόημα στην παιδική αθωότητα και ανεμελιά, ανακαλύπτοντας και χτίζοντας διαρκώς, μέσω της κοινωνικής επαφής με συνομήλικους, τη δική τους ξεχωριστή προσωπικότητα.
Στις μικρές αυτές κοινωνίες είναι που δίνεται η ευκαιρία στους μικρούς ανθρώπους να διατηρήσουν μια πιο στενή επαφή με τους οικείους τους και τις προηγούμενες γενιές, να διδαχθούν από εκείνες και να συνεχίσουν τη δική τους πορεία, έχοντας παραδειγματιστεί από τα λάθη του παρελθόντος.
Μέσα στις κοινωνίες αυτές γιαγιάδες και παππούδες έχουν γίνει στυλοβάτες του λαογραφικού πολιτισμού, επιμένοντας να ζουν με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο, αρνούμενοι να δεχτούν την εξέλιξη της τεχνολογίας στα σπίτια τους και, μεταφέροντας μέσω της προφορικής παράδοσης στοιχεία πολύτιμα για τα λαογραφικά μας μουσεία και τοπικά αρχεία.
Στις κοινωνίες αυτές, άλλοτε από ανάγκη για τέχνη και άλλοτε από αγάπη για να αναδειχθεί κάτι όμορφο σε τοπικό επίπεδο, θα δεις ανθρώπους νέους και τόσο όμορφους μέσα τους, που μέσα από τη μουσική τους, τις ζωγραφιές τους, τα γλυπτά τους και τα τραγούδια τους συνεχίζουν να εξάγουν πολιτισμό, ξεπερνώντας σε επίπεδο τη σημερινή ασχήμια που επικρατεί στους χώρους αυτούς.
Και όταν κάτι τόσο δυνατὀ συμβαίνει σε τοπικό επίπεδο, τα οφέλη για τον τοπικό πληθυσμό είναι απερίγραπτα σημαντικά.
Στις πόλεις αυτές ζουν η μητέρα σου και ο πατέρας σου. Εκείνη η αγαπημένη σου γιαγιά που σε μεγάλωσε και μαγειρεύει τα αγαπημένα σου φαγητά. Σ᾽εκείνην την πόλη κάποτε γνώρισες την κολλητή σου και έκανες καμάκι με τους φίλους σου.
Μέσα στα όρια της μικρής εκείνης πόλης έμαθες να είσαι φιλόξενος, να σέβεσαι τους γύρω σου και δούλεψες στα εφηβικά σου χρόνια. Εκείνη η πόλη σου έμαθε να αγαπάς τις παραδόσεις σου και να ξεμακραίνεις για να γράψεις με ήθος τη δική σου ιστορία.
Όπου κι αν βρίσκεσαι τώρα, όσο μακριά κι αν ζεις από το παιδικό σου δωμάτιο που το παράθυρό του έβλεπε τα χιονισμένα βουνά, κάθε φορά που νιώθεις μόνος σου, θα υπάρχει εκείνη η μυρωδιά του καμμένου ξύλου από τις σόμπες των διπλανών σπιτιών που θα σου θυμίζει πως ανήκεις κάπου, εκεί που πάντοτε είσαι ευπρόσδεκτος.
Είναι η πόλη, που τα βράδια μοιάζει με φάντασμα, αλλά θα έχει πάντα μια χούφτα τρελούς,να επενδύουν σ᾽αυτήν, στη γη της, στις παραγωγικές της δυνατότητες, στο ανθρώπινο δυναμικό της, στα παιδιά της.
Να επιμένουν να ζουν μαγεμένοι μέσα της.