Ο έρωτας είναι γκρεμός. Στάσου στην άκρη και βούτα παίρνοντας το ρίσκο.
Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.
Καθόμαστε ο ένας απέναντι από τον άλλο. Παραγγέλνουμε συμπληρώνοντας ο ένας την φράση του άλλου.
Παίρνεις τα μανιτάρια από το πιάτο μου, παίρνω τα κρεμμύδια από το δικό σου. Συγχρονισμένες κινήσεις μιας καλοκουρδισμένης μηχανής.
Περιμένω να μου βάλεις κρασί, όσο βγάζω το λεμόνι από το ποτήρι σου.
Βολεύω τα πόδια μου ανάμεσα στα δικά σου, ακουμπώντας στην καρέκλα σου.
Μου χαϊδεύεις το γόνατο, όχι μηχανικά, όχι ασυναίσθητα. Μπορεί οι κινήσεις μας να είναι συγχρονισμένες, αλλά κρύβουν οικειότητα, όχι ρουτίνα.
Όχι βέβαια ότι δεν έχουμε συστηθεί και με τη ρουτίνα.
Έχουμε γνωριστεί μαζί της, έχουμε φλερτάρει και πού και πού την αφήνουμε να μείνει λίγο παραπάνω στην ζωή μας. Αλλά όταν αρχίζει να μας ζεσταίνει πολύ η οικειότητα μαζί της, ανασυντασσόμαστε και την αποκόβουμε.
Κοιτάμε ένα ζευγάρι απέναντί μας. Βάζουμε στοιχήματα, αν είναι το πρώτο τους ραντεβού, αν θα κολλήσουν, αν θα ξαναβρεθούν, αν…
«Θυμάσαι πώς ήμασταν εμείς στο πρώτο μας ραντεβού;» με ρωτάς κι αρχίζω να γελάω.
Γελάω με την αμηχανία της αρχής, με το καρδιοχτύπι της συνέχειας, με τις αγωνίες, τις ζήλειες, τους καβγάδες και τα ξανά-σμιξίματα μέσα στο χρόνο.
Δεν ήμασταν πάντα μια καλοκουρδισμένη μηχανή.
Κάποτε δεν αφήσαμε βάζο και μπιμπελό άσπαστο, μόνο και μόνο γιατί προσπαθούσες να με πείσεις πως δεν φλέρταρες με εκείνη την «ξανθιά κλώσα».
Και σου πήρε κι εσένα χρόνια να συνηθίσεις τι σημαίνουν τα «πέντε λεπτά» στη διάλεκτό μου. Μέχρι να το συνηθίσεις, με άφηνες κι έφευγες, έτσι απλά!
«Και πώς αντέξαμε; Τι άλλαξε;».
«Εμείς αλλάξαμε, όσο περνούσε ο καιρός. Μεγαλώναμε, ωριμάζαμε, μαθαίναμε».
Μαθαίναμε να διαλέγουμε μάχες. Μαθαίναμε να αγνοούμε εκείνα που δεν βαραίνουν στη ζυγαριά της ψυχής μας.
Ξέρουμε πια, πως η ενέργειά μας, δεν είναι ανεξάντλητη. Ξέρουμε πως πρέπει να την αναλώσουμε σε λίγα, σε σημαντικά για εμάς, σε ουσιαστικά. Μάθαμε να μην αναλωνόμαστε στο «φαίνεσθαι» αλλά στο «είναι».
Μάθαμε να διορθώνουμε τα ραγισμένα κομμάτια της ζωής μας, ακόμα και να τα ξανακολλάμε.
Μάθαμε πως είμαστε έτη φωτός μακριά από την τελειότητα και πόσο μάταιο είναι να την επιδιώκουμε, τη στιγμή που το μόνο που θα έπρεπε να μας νοιάζει, είναι να κουμπώνουν οι ανάγκες μας.
Να κουμπώνουν οι ανασφάλειές μου με τη δύναμή σου, οι ατέλειες σου με τις δικές μου και να γίνονται ένα.
Να βάζουμε μέσα στο μείγμα αδυναμίες και λάθη και να τα μετατρέπουμε σε δυνατά πάθη.
Μέχρι να πάρουμε το μάθημά μας, πετάγαμε τα κομμάτια μας στον τοίχο και τα θρυμματίζαμε. Τα κάναμε χίλια κομμάτια και μετά τα πετάγαμε. Δεν προσπαθούσαμε ποτέ να τα ξανακολλήσουμε.
Δεν προσπαθούσαμε ποτέ να τα ενώσουμε και να δούμε την ομορφιά που αφήνουν τα σημάδια.
«Πλήρωσα πολύ ακριβά τη ζωή μου μαζί σου, για να κάνω εκπτώσεις στα θέλω μου» μου εκσφενδόνισες με θυμό σε έναν από τους καβγάδες μας. Και τα «θέλω» σου μου τα πέταγες ένα-ένα στο πρόσωπό μου, σαν να με κατηγορούσες για κάτι που δεν ήξερα.
«Να μην απαιτείς τα θέλω σου, να τα διεκδικείς», σου απάντησα κι εγώ.
“Θέλω”, “απαιτώ”, μπερδεύονται μεταξύ τους και γίνονται ένα.
Κάποτε μπορούσες να απαιτείς τα πάντα. Κάποτε, τότε που ήμασταν κι οι δυο άφθαρτοι και αιχμηροί. Αχρησιμοποίητοι και γυαλιστεροί.
Τα «θέλω» μέσα τους κρύβουν υπομονή, προσμονή, επιθυμία. Ακόμα και ικεσία μπορείς να βρεις μέσα τους, αν ψάξεις βαθιά.
Οι «απαιτήσεις» έχουν εγωισμό. Περηφάνεια, σκληρότητα, ξεκάθαρη και αδιαπραγμάτευτη επιθυμία. Δεν έχει υπομονή, δεν περιμένει, δεν αναλύει, δεν επεξεργάζεται. Στέκεται στο τώρα και δεν το αφορά ούτε το χθες, ούτε το αύριο.
Αυτό αλλάζει τελικά μέσα στο χρόνο.
Οι επιλογές. Οι στιγμές.
Τα ίδια πράγματα θέλουμε, τα ίδια απαιτούμε, τα ίδια επιδιώκουμε, για τα ίδια δίνουμε μάχες, αλλά τώρα είμαστε πιο προετοιμασμένοι.
Αυξομειώνουμε τις εντάσεις την αναμονής, της υπομονής και το κυριότερο, βλέπουμε πιο μακριά.
Βλέπουμε τη λακκούβα, ξέρουμε πώς να την αποφύγουμε κι ακόμα κι αν επιλέξουμε να μην την αποφύγουμε, ξέρουμε πώς θα πέσουμε μέσα. Βουτάμε καλύπτοντας τα ζωτικά μας μέλη.
Άλλωστε, αυτό θα είναι πάντα το μόνο σταθερό.
Όσα σημάδια κι αν κουβαλάει το σώμα σου, όσα ανείπωτα κι αν βαραίνουν την ψυχή σου, ο τρόπος που θα πέσεις μετωπικά πάνω στον έρωτα, θα είναι το μόνο πράγμα που δεν θα αλλάξει ποτέ.
Γιατί ο έρωτας εκείνος ο αληθινός, εκείνος που σαρώνει τα πάντα γύρω του, σε όποια στιγμή κι αν σε βρει, όπου κι αν προσπαθήσεις να κρυφτείς, όσο κι αν προσπαθήσεις να τον αποφύγεις, στο τέλος θα πέσεις πάνω του.
Και τότε θα σε κάνει να ξεχάσεις τα πάντα. Υποσχέσεις, νουθεσίες, μεγάλες κουβέντες, όλα.
Θα σταθείς στην άκρη του γκρεμού και θα βουτήξεις στο κενό χωρίς ζώνη ασφαλείας.
Το μόνο που μπορεί ίσως να έχεις μάθει πια, είναι πως τώρα, μετά από τόσα σημάδια, μετά από τόσες ρωγμές, πριν κάνεις το πρώτο βήμα προς την μετωπική, ξέρεις ήδη το τέλος.
Είσαι υποψιασμένος για τη συνέχεια, πολλές φορές και για την έκβαση της ιστορίας.
Στο τέλος της μέρας, θα σταθείς στην άκρη του γκρεμού και θα βουτήξεις, με όλη σου την δύναμη.
Γιατί αυτό είναι ο έρωτας πριν γίνει οικειότητα, ζεστασιά και δύναμη: Ρίσκο.
LoveLetters