Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Οι μέρες που έχουν περάσει δεν είναι και οι καλύτερες. Μια μουντάδα έχουν, μια μελαγχολία. Όλα γύρω φωνάζουν πως μπαίνει το φθινόπωρο, τα φύλλα των δέντρων, η υγρασία της ατμόσφαιρας, το κρύο, η μυρωδιά του αέρα.
Έχω βγεί και περπατάω στην γειτονιά μου και μου φαίνεται πιο χλωμή απο ποτέ, μικρές σταγόνες βροχής πέφτουν πάνω στο κεφάλι και το πρόσωπό μου. Λιμνούλες έχουν σχηματιστεί στις λακούβες του δρόμου και ασυναίσθητα κοιτάζω την αντανάκλασή μου σε μία από αυτές. Φαίνομαι κουρασμένη, ταλαιπωρημένη, σαν κάτι να με τυραννάει καιρό τώρα.
Δεν δίνω πολλή σημασία και με τα χέρια στις τσέπες συνεχίζω να περιπλανιέμαι αδιάφορα στους πευκόφυτους δρόμους.
Ένα ελαφρύ αεράκι περνάει και χαιδεύει το πρόσωπό μου και τραβάω μια δυνατή τζούρα αέρα, εισπνέω από την ατμόσφαιρα εκείνη την βρόχινη μυρωδιά, που σε γεμίζει νοσταλγία.
Ένας κύριος περνάει σκυφτός κάτω από την μαύρη ομπρέλα του από δίπλα μου και γυρίζει αμυδρά να με κοιτάξει, μιας που είμαστε οι μόνοι στον δρόμο τόσο πρωί, συνεχίζοντας αργά τον δρόμο του.
Καθώς περνάει από δίπλα μου μια γνώριμη, έντονη μυρωδιά τρυπάει τον αέρα. Μια μυρωδιά τόσο πρόσφατη μα συνάμα τόσο μακρινή που σχεδόν την είχα ξεχάσει. Σχεδόν δεν μπόρεσα να θυμηθώ από που την ξέρω.
Κοντοστάθηκα στο πεζοδρόμιο κάτω από μια άλλοτε ανθισμένη αμυγδαλιά και ακούμπησα στον τοίχο. Είχα τόσο σαστίσει, δεν περίμενα να ξυπνήσει ξανά αυτή η αίσθηση μετά από τόσο καιρό. Έκλεισα τα μάτια μου.
Τα έκλεισα σφιχτά και προσπάθησα να ξεχάσω, να σβήσω απο το μυαλό μου όλες εκείνες τις θύμησες που με βια κατέκλυσαν και πάλι τα πάντα μέσα μου.
Που να σε πάρει η ευχή, δεν ήθελα να σε θυμηθώ ξανά. Δεν ήθελα και πάλι να μου λείψεις. Και να που μία και μόνο μυρωδιά κατάφερε να με φέρει και πάλι στην ίδια θέση. Ακινητοποιημένη και σαστισμένη να ψάχνω γύρω μου που είσαι.
Πάνω στην τρέλα της στιγμής έψαξα με τα μάτια μου να βρω τον κύριο με την μαύρη ομπρέλα, μήπως ήταν εκείνος η πηγή της μυρωδιάς σου, μα μάταια. Σπίτια δεν υπάρχουν γύρω, ούτε και αμάξια και ο δρόμος εκτείνεται πλατύς μέχρι κάτω. Ο κύριος όμως πουθενά. Έτριψα τα μάτια μου και ξανακοίταξα, σάστισα ακόμα περισσότερο.
Δεν μπορεί. Είμαι σίγουρη ότι τον είδα.
Μύρισα και πάλι τον αέρα, έντονα, να εισπνεύσω όσο περισσότερο μπορώ την ατμόσφαιρα γύρω μου.
Η μυρωδιά σου είχε χαθεί μαζί με τον κύριο, στον αέρα είχε μείνει μόνο η υγρασία και η βροχή.
Συνέχισα να περπατάω, αναλογιζόμενη πόσο λάθος ήμουν τελικά. Ξεγέλασα τον εαυτό μου, με έκανα να πιστέψω πως όλα ήταν στο παρελθόν, αλλά τελικά η μυρωδιά σου είναι ακόμα εκείνη που μου λείπει.
Μάλλον παραπάνω από όσο θα έπρεπε, σίγουρα παραπάνω από όσο εσύ μου λείπεις.
Ο δρόμος της επιστροφής είναι ακόμα πιο μελαγχολικός από ότι ξεκίνησε. Στο βάθος σαν να διακρίνω μια μαύρη ομπρέλα. Δεν δίνω σημασία, μάλλον η ιδέα μου θα είναι.