Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Σκέψου λέει, να ήταν μια χειμωνιάτικη βροχερή μέρα, κι εγώ κι εσύ να ήμασταν σε ένα όμορφο καφέ, σε μια μεγαλόπολη. Να ήμασταν στην Νέα Υόρκη ας πούμε, σε ένα κοσμοπολίτικο καφέ, σαν κι αυτά τα καφέ που βλέπουμε στις ταινίες, η βροχή να κυλάει στα μεγάλα τζάμια, να σε έχω απέναντι μου, και να μην μας νοιάζει ποιος μας κοιτάει και ποιος όχι.
Σκέψου, να κρατάς μια μεγάλη κούπα με ζεστή σοκολάτα, να σε πειράζω κι εσύ να μου χαμογελάς κι εγώ να χάνομαι στην εικόνα σου, να λιώνω και να μην παίρνω το βλέμμα μου από πάνω σου.
Σκέψου, να σου λέω σ΄ αγαπάω εκεί μέσα στον κόσμο, να σκύβω και να σου δίνω ένα υγρό φιλί και να μην κάνει σε κανέναν εντύπωση που ένας άντρας εκφράζει τόσο απροκάλυπτα αυτό που νιώθει.
Φαντάσου μάτια μου, να σε πιάνω από το χέρι και να περπατάμε έξω στην βροχή, χαμένοι ανάμεσα στο πλήθος, δυο ευτυχισμένοι άγνωστοι ανάμεσα σε αγνώστους.
Να βγάζω το μπουφάν μου και να στο δίνω για να μην μου κρυώνεις και να μη μου βρέχεσαι, και αυτό να είναι κάτι φυσικό για όλους τους άλλους.
Να σταματάμε σε ένα street food και να κάνουμε γουρουνιές, αδιαφορώντας για το τι θα πούνε οι γύρω μας.
Σκέψου, να τρυπώνουμε στο πρώτο φτηνό μοτέλ που θα βρίσκαμε μπροστά μας, και να μας φτάνει ένα κρεβάτι για να είμαστε οκ.
Να κάνουμε έρωτα χωρίς αναστολές και δίχως να πρέπει να μην ακουστούμε. Να είμαι μέσα σου και εσύ να λες το όνομα μου, μαζί με τα αχ σου, χωρίς να σκέφτεσαι, μόνο να με νιώθεις. Να σε τελειώνω και να σε αρχίζω πάλι από την αρχή για να σε χορτάσω, κι εσύ να αφήνεις τις κραυγές σου να ξεφεύγουνε ελεύθερες, άναρχες και βραχνιασμένες.
Κι όταν προσωρινά χορταίνουμε από έρωτα, να μπαίνουμε κι οι δυο μέσα στην μπανιερά, κι εγώ να σου λέω πόσο τυχερός είμαι που σε έχω στην ζωή μου και που σε γεύομαι.
Αφού το βλέπεις, δεν μας χωράει αυτός ο τόπος εμάς τους δυο αγάπη μου, μα πνιγεί, μας στριμώχνει, μας στενεύει αφόρητα. Κι ας είμαστε ικανοί να χωρέσουμε σε μια τόση δα μικρή μπανιέρα…
Τι λες;
Πάμε να φύγουμε;
Πάμε να χαθούμε;
Πάμε να το ζήσουμε γαμώτο;