Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Είπα θα σε ξεχάσω.
Είπα θα μείνω όσο γίνεται πιο μακριά σου.
Είπα πως δεν θα με επηρεάζεις πλέον.
Είπα πως από εδώ και πέρα δεν θα με νοιάζει.
Είπα.
Το τι έκανα όμως είναι άλλη ιστορία.
Γιατί ούτε να σε ξεχάσω κατάφερα, ούτε να μείνω μακριά σου, ούτε να μην με επηρεάζεις ούτε και να μην με νοιάζει. Έκανα ακριβώς τα αντίθετα.
Σε σκεφτόμουν όλη μέρα.
Έτρεχα με ένα σου τηλέφωνο, με ένα σου μήνυμα.
Δεν ήμουν καλά όταν δεν ήσουν καλά.
Ήθελα να μαθαίνω νέα σου, να ξέρω πως περνάς.
Και κάπως έτσι αθέτησα τη μία υπόσχεση μετά την άλλη. Και πίστεψε με ήταν το τελευταίο που ήθελα. Αυτό που ήθελα ήταν να κάνω αποτοξίνωση από εσένα. Γιατί αυτό είσαι μία τοξίνη που εισβάλλει στον οργανισμό μου με το έτσι θέλω και μου δηλητηριάζεις τη ζωή μέρα με τη μέρα.
Προσπάθησα πολύ να με απαλλάξω από εσένα. Προσπάθησα να κρατήσω αποστάσεις. Να φύγω όσο γίνεται πιο μακριά. Και όμως, πάντα, σαν να με τραβούσε μία ανώτερη δύναμη, πάντα, έτρεχα κοντά σου για να πάρω τη δόση μου. Μία τζούρα από το άρωμά σου. Μία μικρή γεύση από το φιλί σου. Οτιδήποτε μπορούσα για να έχω να σε θυμάμαι τις μέρες που δεν θα σε έβλεπα.
Είπα πως θα σου φερθώ όπως σου αξίζει.
Είπα πως θα σου δείξω για μια φορά την κακή μου πλευρά.
Είπα πως θέλω να νιώσεις όπως νιώθω.
Είπα.
Πολλά είπα. Πολλά είπες.
Άλλα έκανα και άλλα έκανες. Και έφτασα πλέον στο συμπέρασμα πως δεν πειράζει. Παραιτήθηκες στην αρχή θα παραιτηθώ κι εγώ. Δεν έγινε και κάτι. Κανείς δεν ένιωσε με το ζόρι. Και έχω μάθει να μην ζορίζω τα πράγματα. Αν θες έχει καλώς. Αν πάλι δεν θες ακόμα καλύτερα. Δεν πειράζει λοιπόν που δεν σε νοιάζει. Ούτε εμένα με νοιάζει. Όχι πλέον τουλάχιστον. Πως πήγαινε αυτό το στιχάκι που λέγαμε μικρά; Με θες όταν δεν σε θέλω, σε θέλω όταν δεν με θες για αυτό κι εγώ δεν θα σε θέλω όταν δεν με θες για να με θες όταν σε θέλω; Μπέρδεμα.
Άστο. Δεν θα σε θέλω γενικά.
Και δεν θέλω να με θες ούτε εσύ πλέον γιατί απλά όταν χρειαζόμουν να με θες εσύ ήσουν αλλού.
Άστο. Πολλά είπες. Πολλά είπα. Και τελικά άλλα κάναμε.