Πόλεμος ο έρωτας κι εγώ σε χρίζω νικητή…
Κλείνεις το κινητό και μπαίνεις στην πτήση σου.
Σε ζηλεύω σου λέω και το εννοώ. Αλήθεια ζηλεύω αυτή την πτήση. Την όποια πτήση.
Σαν ψυχοθεραπεία λειτουργούσε πάντα μέσα μου εκείνη η στιγμή που έκλειναν οι ασφάλειες στην πόρτα του αεροπλάνου.
Ασφάλιζαν οι πόρτες, απασφάλιζαν τα σιωπηλά του μέσα μου.
Κλείνω τα μάτια και μας βλέπω σαν κομμάτι μιας ταινίας. Απογειωνόμαστε και το κενό στο στομάχι πάντα ίδιο. Και το χέρι σου, το ψάχνω. Δεν θέλω άλλο. Θέλω εσένα. Τώρα το ξέρω.
Πατάω στα ίδια βήματα, ακολουθώ την ίδια πορεία. Μπορώ να αλλάξω τώρα, το ξέρω, όλα γίνονται με επεξεργασία, κι όμως δεν αλλάζω.
Με μια ματιά σε αναγνωρίζω. Δεν σε γνωρίζω, απλά αναγνωρίζω την ύπαρξή σου ανάμεσα στους πολλούς.
Δεν σου ζητάω να σε μάθω. Σε αγαπάω ήδη, με μπούσουλα το άγνωστο.
Μύθος πως είναι δύσκολη η αγάπη. Εύκολη είναι. Την έχουμε μέσα μας ακόμα κι αν είναι θαμμένη βαθιά. Ακόμα κι όταν μπερδεύεται με το νοιάξιμο, το ενδιαφέρον.
Ο έρωτας είναι το δύσκολο. Εκείνος είναι η παγίδα.
Και στα δύσκολα έχουμε δώσει κι οι δυο τις εξετάσεις μας. Δεν έχει σημασία αν έχουμε επιτύχει ή αποτύχει. Σημασία έχει πως έχουμε επιβιώσει.
Κι εκεί, επιβίωσης και αντοχής γωνία, μετωπική με τον έρωτα.
Μετωπική με ανυπολόγιστες ζημιές και συνέπειες.
Και τι έγινε;;
Τίποτα δεν με νοιάζει. Τίποτα δεν σε νοιάζει.
Με χαρίζω και με αφήνω. Με παραδίδω. Απλά.
Σε φοράω μέσα μου, σε κουβαλάω πάνω μου, σου φοράω το άρωμά μου για να μπορώ να μην σε χάνω στα βαθιά σκοτάδια.
Κι οι μάχες μας χωρίς έλεος. Χωρίς σταματημό.
Έρωτας ο πόλεμος, πόλεμος ο έρωτας κι εγώ σε χρίζω νικητή.
Θέλω να είσαι ο νικητής. Δεν σου αρκεί.
Δεν το θες. Με κερδίζεις. Δεν σου αρκεί να σε ανεβάσω στο βάθρο μου.
Το θες δικό σου. Το διεκδικείς.
Κι εγώ πια σου ανήκω.
Σου παραδίδω το βάθρο να ανέβεις, να θριαμβεύσεις.
Σε λατρεύω, σε αποθεώνω, σου δίνω τη λάμψη όλη δική σου. Δεν κρατάω για μένα.
Εμένα με θρέφει η σκιά. Η σκιά σου.
Ξέρω πως το σκοτάδι σου είναι πιο ειλικρινές από το φως σου.
Εκεί φωτίζεις ότι θες. Εγώ κρατάω τις σκιές σου. Αυτές αποδέχομαι κι αυτές αναζητώ.
Ξέρω ακόμα και να τις διαβάσω και να τις αποκωδικοποιήσω.
Ξέρω τις αλήθειες τους και τις αγνοώ. Επιλέγω να τις αγνοώ.
Είναι η αίσθηση του ανολοκλήρωτου, του ανικανοποίητου.
Είναι η δίψα που δεν έχει ακόμα περάσει. Είναι το μισό.
Μισό από το όλο σου. Μισό από εσένα. Μισό από το κάτι και λίγο από το τίποτα.
Λίγο από το βλέμμα σου, τίποτα από την ουσία σου.
Δεν αναζητώ να σε ολοκληρώσω. Δεν αναζητάς το άλλο σου μισό. Δεν θέλω να κουμπώσουμε, δεν θέλω να γίνουμε ένα. Θέλω να είμαστε δυο ατελή, μισά κομμάτια, που προσπαθούν μέσα στο χρόνο να αμβλύνουν τις γωνίες τους, να στρογγυλέψουν τις στιγμές τους και να φτιάξουν τα δυο κομμάτια συμβατά, βιώσιμα.
Δεν είναι εύκολη η διαδρομή. Έχει στροφές και γωνίες που πονάνε. Πέτρες που κόβουν τα πόδια. Και τώρα δεν μας αρκεί τίποτα.
Γινόμαστε αχόρταγοι και τα ζητάμε όλα.
Κι όταν δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα, γκρεμίζουμε τα πάντα.
Σε γκρεμίζω, σε αποκαθηλώνω μέσα μου, σε κοιτάω χωρίς άλλες λέξεις.
Τώρα εσύ πρέπει να μιλήσεις. Τώρα εσύ πρέπει να δώσεις. Τώρα εσύ πρέπει να μας κρατήσεις.
Τώρα σε ξέρω. Τώρα με ξέρεις. Τώρα τα ξέρουμε όλα.
Τώρα μπορούμε να τα φτιάξουμε όλα από την αρχή. Να κρατήσουμε μικρές πετρούλες από τα γκρεμίδια μας για να μας θυμίζει το παρελθόν και να το ενσωματώσουμε στο σήμερα. Στο τώρα.
Τώρα οι λέξεις έχουν νόημα, έχουν ουσία, έχουν πραγματικότητα.
Τώρα η πτήση τελειώνει. Έχει αρχίσει η κάθοδος.
Κι όσο κατεβαίνει το αεροπλάνο, φτάνω ξανά κοντά στην γη.
Κλείνω ασφάλειες, ασφαλίζω σκέψεις να μην ξεμυτίσουν χωρίς να τους το επιτρέψω.
Η αλήθεια του ταξιδιού τελειώνει.
Κι όμως, τα μάτια μου σε αναζητούν στον προορισμό.
Ίσως κάποια ασφάλεια δεν κατέβηκε. Ίσως δεν κρύφτηκαν όλες οι αλήθειες.
Ίσως, ίσως τελικά αυτό το ταξίδι να πέτυχε το στόχο του και να κατέβουμε μαζί, να μην έχω αφήσει το χέρι σου φτάνοντας.
Ίσως, να πρόλαβες να ακούσεις τους ψιθύρους και να κατάλαβες τι σήμαιναν.
Έτσι κι αλλιώς… τα ήξερα όλα… κι όμως ήρθα να σε βρω!