Γράφει η Ιωάννα Ιακωβίδη
Δεν ξέρω πόση ώρα στεκόμουν μπροστά στον ψηλό άντρα. Είχα βγει στο κέντρο της πόλης για τα δώρα των γιορτών. Τόση φασαρία και μουσικές, κόσμος να περπατάει χαλαρά, χαζεύοντας βιτρίνες.
Η μουσική από το ραδιοφωνάκι δίπλα του μου τράβηξε την προσοχή.
Κάτι μου θύμιζε, μουσική που σίγουρα ήταν συνδεδεμένη με το πατρικό μου, αλλά τι;
Στάθηκα μπροστά στον ψηλό άντρα, κοίταζα το ραδιόφωνο και μετά τη στολή του. Ήταν ντυμένος κλόουν.
Άραγε να τον είχε βάλει ο δήμος ή ήταν κάποιος που βρήκε ευκαιρία να βγάλει μεροκάματο λόγω γιορτών ;
Χόρευε ρομαντικά και χαμογελούσε, πρόσφερε λουλούδια στα παιδιά και κάθε τόσο έπαιρνε αστείες πόζες.
Εξακολουθούσα να κοιτάζω το ραδιόφωνο, σαν να περίμενα ότι θα μου μιλήσει. Το βλέμμα του κλόουν όμως έλεγε πολλά περισσότερα.
Ήταν εκείνο το βαθύ μελαγχολικό βλέμμα που έχουν οι άνθρωποι που έχουν πονέσει πολυ αλλά χαμογελάνε πλατιά όταν συναντούν κόσμο.
Με κοίταζε κι εκείνος χωρίς να κινείται, χωρίς να μιλάει φυσικά, δεν ξέρω αν χαμογελούσε μάλλον όχι αλλά το ζωγραφισμένο του χαμόγελο ήταν εκεί, έτσι ψηλός που ήταν όμως είχε σκύψει το κεφάλι και με κοίταζε.
Δε ξέρω πόση ώρα πέρασε όταν τελικά θυμήθηκα. Το βαλς των χαμένων ονείρων μονολόγησα.. Σαν να είχαμε πιάσει κουβέντα.
Το ζωγραφισμένο του χαμόγελο κουνήθηκε και μεγάλωσε λίγο ακόμη.
Τι περίεργο πράγμα οι κλόουν τελικά, ζωγραφίζουν ένα χαμόγελο φοράνε μια πολύχρωμη περούκα και ρούχα, μεγάλα παπούτσια που δεν είναι ποτέ το νούμερο τους, ίσως τελικά ο κόσμος να είναι γεμάτος από κλόουν που χαμογελούν ενώ από κάτω κρύβονται πράγματα που κανείς δε βλέπει.
Μα μόνο οι πραγματικοί κλόουν έχουν το κουράγιο να διασκεδάζουν τους άλλους.
Μελαγχόλησα με το βλέμμα του, λυπήθηκα που ήταν αναγκασμένος να στέκεται εκεί χαμογελώντας ενώ τα μάτια του ήταν τόσο λυπημένα.
Δε μ’αρέσουν τελικά οι κλόουν κρύβουν σίγουρα κάτι!
Join the discussion