Γράφει ο Μάνος Σαμοθρακής – Τριστάνος
Προσπάθησα να σε περιγράψω με λόγια, μα λίγα κι άγευστα μου φάνηκαν μπροστά στην αστείρευτη προσωπικότητα σου.
Προσπάθησα να σε φτιάξω με τέμπερες και καβαλέτα, μα τσαλάκωνα συνεχώς τα χαρτιά, επειδή δεν μπορούσαν να σε αποτυπώσουν, όπως τα μάτια μου σε βλέπουν.
Προσπάθησα με άλλες να σε συγκρίνω, μα ήταν τόσο άδικο γι’ αυτές και κάθε προσπάθεια ήταν άτοπη και εις βάρος τους.
Διάλεξα τα ομορφότερα λουλούδια, για να συνθέσω την μυρωδιά σου. Τα ομορφότερα μέρη, για να αποδώσουν την μαγική μορφή σου. Τα καλύτερα εδέσματα, για να εξηγήσουν τη γεύση σου.
Μα κανένα δεν ήταν ικανό να σε αντικαταστήσει. Κανένα δεν ήταν ικανό, να με κάνει να νιώσω όπως εσύ.
Κι έτσι αποφάσισα με λέξεις να σε ντύσω και την κατάλληλη περιγραφή να σου χαρίσω.
Γλυκόπιοτο κρασί, που με μεθάει με την επίγευση του, η γεύση του κορμιού σου. Μια αύρα από αλλού φερμένη κάθε σου παρουσία, που σε μαγική διάσταση με πάει.
Μάτια, που μέσα τους για πάντα θα ‘θελα να μείνω και ένα χαμόγελο, που θέλω με τα χείλη μου να κλείνω.
Σίδερο που καίει το σώμα σου, όταν δίπλα μου το νιώθω και πόθο ανείπωτο τυλίγει το δικό μου. Σμιλευμένο από γλύπτες ξακουστούς, να το θαυμάζω και ένα να γίνομαι μαζί του, σε έναν έρωτα που οι ψυχές κρατιούνται χέρι – χέρι.
Και μια καρδιά μικρού παιδιού, που κλέβει την δική μου και σ’ έναν κόσμο άσπιλο, στέλνει την ύπαρξη μου.
Πόσο μου αρέσει να σ’ αγαπώ. Πόσο μου αρέσει να μου λείπεις, κάθε στιγμή που είσαι μακριά μου.
Πόσο μου αρέσει να νοιάζομαι για σένα και πριν ακόμη μου ζητήσεις κάτι, να στο φέρνω μπροστά στα πόδια σου.
Πόσο μου αρέσει να σε θέλω, να σε αγγίζω, να σε κάνω να γελάς, να σε κάνω ευτυχισμένη.
Πόσο μου αρέσει που υπάρχεις.
Άδειος θα ήταν ο κόσμος χωρίς εσένα.
Διότι ο κόσμος μου είσαι εσύ!
Αγάπη μου….