Γράφει ο Τριστάνος
Καταλάβαινα ότι κάτι δεν πάει καλά.
Το έβλεπα στα μάτια σου, που είχαν αρχίσει να μην εστιάζουν στα δικά μου, κοιτάζοντας με ένα απλανές βλέμμα πίσω μου, προς το έδαφος και οπουδήποτε αλλού εκτός από εμένα.
Το καταλάβαινα στις κινήσεις σου, που είχαν γίνει μηχανικές, σαν να έπρεπε να τις κάνεις, όμως δεν είχαν χρώμα, δεν είχαν συναίσθημα. Μου κρατούσες το χέρι και το δικό σου ήταν παγωμένο, λες και κάτι το απωθούσε από το δικό μου.
Ακόμα και η ένωση μας, αυτή που μας ανέβαζε στα ουράνια και καιγόμασταν στο ρυθμό της, έγινε ένα ξαναζεσταμένο φαγητό, που με το ζόρι έδειχνες να το τρως. Η συχνότητα μειώθηκε δραματικά και έμοιαζε σαν μία βαρετή επαναλαμβανόμενη σκηνή θεάτρου, που την είχες δει 100 φορές και ήξερες ακριβώς τι θα γίνει από το πρώτο λεπτό μέχρι το τελευταίο.
Δικαιολογίες άπειρες με γνώμονα πάντα την αποφυγή, που ήταν πλέον έκδηλη στην ατμόσφαιρα. Μισόλογα πεταμένα εδώ κι εκεί, σε μια διαδρομή που έχασε τη μαγεία της και έμοιαζε με αναγκαστικό και βαρετό πηγαινέλα, για να μην διαμαρτυρηθούν οι επιβάτες, που είχαν ονειρευτεί έναν υπέροχο ταξίδι.
Ένα ταξίδι που εσύ μου το υποσχέθηκες και μετά μου το πήρες πίσω.
«Είσαι ό, τι καλύτερο μου έχει συμβεί», μου έλεγες και εγώ έχτισα τη ζωή μου επάνω στα λόγια σου.
«Σε λατρεύω όσο τίποτα άλλο», μου έλεγες και τα πόδια μου λύγιζαν, ενώ η καρδιά μου χτυπούσε με τρελούς ρυθμούς, προσπαθώντας να κρατηθεί στο έδαφος. Όμως ήταν αδύνατον. Είχε πετάξει μαζί σου, σε εκείνη την χώρα που όλοι έλεγαν ότι δεν υπάρχει.
Σε μία χώρα ονειρεμένη, που μου είχες υποσχεθεί ότι θα με πάρεις να ζήσουμε μαζί. Στον αστερισμό του έρωτα, του πάθους και της αγάπης μας, σε πείσμα όλων των καιρών, που έλεγαν ότι δεν υπάρχει στο χάρτη!
Και εγώ σε πίστευα γαμώτο σου.
Και γω σε αγάπησα γαμώτο σου.
Μέχρι που ένιωσα ότι έφευγες μέρα με την ημέρα. Το καταλάβαινα και έκανα τα πάντα για να μην το παραδεχτώ. Μέχρι εκείνη την ημέρα που δεν άντεξα άλλο και σε ρώτησα.
«Τι νιώθεις για μένα;»
Δεν απάντησες. Περίμενα όμως δεν απάντησες τίποτα.
Ο κόσμος μου γκρεμίστηκε. Τα δευτερόλεπτα, σαν αιώνες χτυπούσαν το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου.
«Σε αγαπάω» σου φώναξα!
«Μου έφυγε», μου είπες και κοιτούσες το πάτωμα.
«Σου έφυγε;»
«Τι σου έφυγε;» ρώτησα μην μπορώντας να πιστέψω στ’ αυτιά μου.
«Μου έφυγε», είπες άλλη μια φορά και έσυρες τα βήματα σου προς την αντίθετη κατεύθυνση από μένα!
Πόσο φτηνό, πόσο τιποτένιο, πόσο άδικο. Δύο λέξεις άχρηστες, μηδαμινές, να τερματίζουν αυτό που ζήσαμε!
Με στιγμάτισαν, με διέλυσαν. Τις φορτώθηκα στην ψυχή μου και έφυγα από την ζωή σου. Δεν είπα τίποτα άλλο.
Μόνο χάθηκα μέσα στη νύχτα. Σε μία νύχτα που θα με έκλεινε μέσα της για πολύ καιρό.
Μια απορία μόνο έμεινε κρεμασμένη στο στόμα μου, ένα ερωτηματικό που σαν τεράστιο αγκίστρι κινδυνεύει να με πνίξει!
«Σου έφυγε;»
«Πώς γίνεται να σου φύγει;»
Άραγε μήπως δεν σου «είχε έρθει» ποτέ;
Δεν θα το μάθω όμως, ποτέ μου.
Αφιερωμένο κείμενο!