Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Σούρουπο, αρχές Σεπτέμβρη, θάλασσα..
Κι εγώ βαδίζω μοναχός στην αμμουδιά ξυπόλυτος, με ένα τσιγάρο στριφτό στο ένα χέρι κι ένα φρέντο εσπρέσο μέτριο με μαύρη στο άλλο, ακόμη έτσι τον πίνω τον καφέ μου ο ξεροκέφαλος, κι ας επέμενες κάποτε να κόψω την ζάχαρη.
Περνάω διπλά από ένα ερωτευμένο ζευγάρι, που η κοπέλα λέει, “σ΄ αγαπάω” στο αγόρι κι ένας κόμπος ανεβαίνει στον λαιμό μου, μοιάζει τόσο πολύ η φωνή της με κάτι δικό μου, ζεστό και γνώριμο και με ταράζει.
Ακούω κάπου από το βάθος ένα τραγούδι της Πέγκυς, που σου άρεσε πολύ, όμως δεν τραγουδάω, σφίγγω τις γροθιές μου και σωπαίνω.
Σκοντάφτω σε μια πέτρα, μα δεν πονάω ή κι αν πονάω, δεν είναι τίποτα αυτός ο πόνος, μπροστά στον άλλο που νιώθω στην ψυχή μου, από όταν έφυγες.
Ένα παιδί, που για ώρα με παρατηρεί, με πλησιάζει και με εκείνη την παιδική αφέλεια με ρωτάει, “είσαι καλά;”, “όλα καλά”, του απαντώ χαμογελώντας, χωρίς όμως να το κοιτώ στα μάτια και αμέσως σκέφτομαι ότι είχες δίκιο που μου το έλεγες συνέχεια, είμαι πολύ μεγάλος ψεύτης τελικά!
Κάθομαι κάτω, μιλάω μόνος μου σαν τον τρελό, σου λέω τα νέα μου, πώς ήτανε η μέρα μου, τα σχέδια μου και τα πλάνα μου κι όσα με πλήγωσαν και με ενοχλήσανε από τους άλλους γύρω μου, ακόμα σε εσένα τα λέω όλα, κι ας μην θες να τα ακούς πια.
Κοιτώ μια άδεια μπλε ξαπλώστρα κι αναρωτιέμαι, πως γίνεται να χωρούσαμε κι οι δυο σε τόσο λίγο χώρο τότε, και τώρα δεν χωράμε ούτε καν στην ίδια πόλη ρε γαμώτο;
Πως γίνεται δυο άνθρωποι να στριμώχνονται σε 30 πόντους επιφάνεια και να ΄ναι ευτυχισμένοι, μου το εξηγείς; Και πως αυτοί οι δυο οι άνθρωποι αντέχουν να μην λένε ούτε καλημέρα σήμερα, μου το εξηγείς ρε πούστη μου;
Κάνω προσπάθεια να πάρω άνασσα, λες έχω βυθιστεί στην θάλασσα και κοντεύω να πνιγώ, έτσι μου έρχεται, αισθάνομαι ότι πνίγομαι κι απόψε. Θαρρώ, πως έχει βαλθεί να με πεθάνει ετούτη εδώ η θάλασσα απόψε μάτια μου…
Θες να σου πω για πια θάλασσα σου μιλάω; Σου μιλάω για την θάλασσα που κάποιο καλοκαίρι την κολυμπούσαμε μαζί.
Σούρουπο, αρχές του Σεπτέμβρη, θάλασσα…
Κι είσαι παντού και πουθενά, ταυτόχρονα.
Δηλώνεις παρουσία και λείπεις, συνάμα.
Μιλάς συνεχεία μες στο κεφάλι μου και όλα γύρω είμαι σιωπηλά, μαζί.
Χαμογελάω και βουρκώνω, την ίδια ακριβώς στιγμή.
Σούρουπο, αρχές του Σεπτέμβρη, θάλασσα, Λευκάδα…
Κι εγώ βαδίζω μόνος μου κι εσύ όλο λείπεις.
Κι είσαι παντού και πουθενά, με έναν τρόπο ανεξήγητα περίεργο ή μήπως δεν είναι ανεξήγητο ή μήπως υπάρχει εξήγηση κι εγώ ο δειλός, ο ξεροκέφαλος κι ο ψεύτης, αρνούμαι να την παραδεχτώ;