Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
Μαραίνονται οι σκέψεις στο άκουσμα θλιβερών γεγονότων. Μια είδηση στο ραδιόφωνο σε κάνει να ξυπνάς. Ανοίγεις διάπλατα τη φωνή και δε πιστεύεις στ’ αυτιά σου. Γιατί τόση σκληρότητα γύρω μας; Γιατί να φοβάσαι να βγεις έξω ή να ανοίξεις τις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού σου; Σε ένα κόσμο που ολοένα προοδεύει, οι ανθρώπινες ψυχές συρρικνώνονται, τσαλακώνουν αισθήματα και υποδέχονται την αναρχία.
Γιατί όμως να υπάρχει το χάος; Το χάος δε θα έπρεπε να βρίσκεται μακριά μας; Έχουμε ό,τι ποθήσουμε, αγκαλιάζουμε τον ουρανό. Γιατί έτσι; Γιατί τόσο μίσος και φθόνος; Κάποια σκέψη περνά στο μυαλό, αλλά θα ήθελα να προσποιηθώ πως δεν την έκανα ποτέ. Με τρομάζει και μόνο στην ιδέα. Δεν είναι άλλη παρά η ανθρώπινη απληστία. Θέλεις να κάνεις κτήμα σου ό,τι έχει ο διπλανός σου και πολλές φορές ακολουθείς υπόγεια κι ύπουλα μέσα. Δε μπορείς να αρκεστείς σε όσα έχεις, σε όσα έχεις αποκτήσει με ζήλο και κόπο. Θέλεις κι άλλα για να γεμίσεις το κενό που σε τρώει. Ένα κενό που καταβροχθίζει τα πάντα ανελέητα, απερίσκεπτα, χωρίς σταματημό.
Πόσες φορές να το ταΐσεις; Να ξεπεράσεις τον εαυτό σου και να πεις υποκύπτω; Έτσι ακριβώς είναι που χάνεται το συναίσθημα. Αρχίζεις να φθείρεσαι με το που μπεις στο παιχνίδι του. Εθίζεσαι στο εύκολο χρήμα, στις πόρτες της δόξας που σου ανοίγονται μονομιάς με μουσικές υποκρούσεις. Γιατί όμως να το κάνεις; Πόσο να αντέξεις εκεί; Ένας λωτός που γεύεσαι ξεχνώντας το τώρα. Παραμερίζοντας κάθε υγιές συναίσθημα. Όλα για σένα, για μια ζωή τρυφηλή, γεμάτη οργασμούς. Σε ξαναρωτώ όμως πόσο θα αντέξεις; Κάποια στιγμή όταν το σώμα κι η σκέψη χορτάσουν θα είναι αργά για σένα. Θα έρθει ο καιρός που θα έχεις ανάγκη γι’ αγάπη, τρυφερότητα και φροντίδα. Πού θα στέκονται όμως οι φίλοι; Η οικογένειά σου; Οι συγγενείς σου;
Όλα θα έχουν αλλάξει. Όλα θα ακολουθήσουν τη φυσική νομοτέλεια. Κανείς δε θα είναι εκεί για σένα, γιατί έπαιξες κι έχασες. Τα πόνταρες όλα στο χρήμα, στη ρουλέτα, στα πάθη. Κι όλα εκείνα που άξιζαν, έμειναν πίσω σου να φωνάζουν. Φώναζαν μα δεν άκουγες, σε ζητούσαν μα δεν ανταποκρίθηκες. Τα αγνόησες όλα και τώρα κι εκείνα σε αγνοούν. Αυτός είναι, φίλε μου, ο νόμος της φύσης «Ό,τι δεν αγαπάς, δε σ’ αγαπάει κι ό,τι εκτιμάς σ’ εκτιμάει».