Γράφει η Γαρυφαλιά Μοίρα
Αιμορραγώ και τρέχει ο πόνος μου βουβός, η αγάπη σου μία αγκαλιά όλα τα ‘κανες και πήραν φωτιά.
Ανέβηκες στο πιο ψηλό σκαλί, αν και ήξερες ότι εκεί είναι μία θέση αμαρτωλή.
Γέμισες το είναι μου μεμιάς, τόσα χάδια και φιλιά.
Έλα και πάρε με αγκαλιά.
Το άγγιγμα σου λαχταρώ και ας πήρα τόσα εγώ. Η ανάσα σου λείπει τώρα πια, μία στιγμή ποτέ δεν ξεχνά.
Τα μάτια σου νοστάλγησα, να μου χαρίζουν τόση να ζωή.
Δως μου τα χάδια τα φιλιά να αναστηθεί η ψυχή ξανά.
Όσα περάσαμε μαζί, χάρισμα ήτανε και σύ, μία πηγή που ξεδιψώ, μόνο από τα χείλη σου τα δύο.
Καστανά μου μάτια ζωγραφιά, ένα ρίγος το κορμί μου διαπερνά.
Το βλέμμα σου όταν με κοιτά αναριγώ και με πονά.
Η τόση αγάπη μαρτυρά, τα δυο σου χέρια πιο σφιχτά.
Έλα και πάρε με αγκαλιά, να ξεχαστούν όλα τα παλιά.
Βορράς και Νότος να ενωθεί όλα σε μία διαδρομή.
Πόση αγάπη και αντοχή τα τείχη μου να ρίξεις, σε μία στιγμή.
Η αμαρτία όμως ξεπερνά και των δυο μας την χαρά, και όταν στα μάτια με κοιτάς, ξέρω τη θυσία τώρα πια.
Θέλω να με αγαπάς, μη σταματάς, θέλω να σε αγαπώ όσο θα ζω, για δεν μπορώ να φανταστώ να ανασαίνω, χωρίς εσένα στο πλευρό.
Το νοιάξιμο σου, μία αναπνιά, μες στην καρδιά, θασαι ο βασιλιας.
Δεν σου αξίζει εκεί που πατάς, γαμώτο!