Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.
«Θέλω να αλλάξουμε ρόλους και να παίξουμε κρυφτό απόψε.
Μόνο που δεν θα σε ψάχνω εγώ, αλλά εσύ. Εγώ θα χαθώ στην πόλη, θα την περιδιαβώ. Θα ψάξω να βρω γωνιές ξεχασμένες και θα σου κρύβομαι. Κι όταν κουραστώ, θα έρθω και θα κάνω μια βουτιά στο μυαλό σου για να σε βοηθήσω να με βρεις. Θα σου αφήσω σημάδια να με ακολουθήσεις για να μην με χάσεις. Για να μην με ξεχάσεις.»
«Δεν χρειάζομαι σημάδια. Μόνο την μυρωδιά σου θα ακολουθήσω και θα σε βρω. Πάλι.» μου απαντάς με εκείνο το ύφος το υπεροπτικό που κρύβει όλη την ανασφαλή σιγουριά σου.
Κι εγώ χάνομαι στους δρόμους.
Περπατάω και κοιτάω γύρω μου αν με έχεις ακολουθήσει. Αν με έχεις βρει ή με χάνεις.
Γέρικος λύκος και τυφλός, η μνήμη όταν πεινάσει
Γυρνάνε στο μυαλό μου οι στίχοι του Μάλαμα κι εμένα η μνήμη μου πεινάει από καιρό για όλες τις στιγμές σου μέσα στο χρόνο.
Για όλα εκείνα τα σημάδια που άφησες πάνω στις στιγμές μου.
Χάνομαι μέσα στα στενά κι ανακαλύπτω δρόμους που δεν τους έχω ξαναπερπατήσει.
Δεν είσαι εκεί αλλά σε κουβαλάω μαζί μου.
Περπατάμε μαζί και σου ψιθυρίζω.
Αναρωτιέμαι αν θα με βρεις. Αν θα μπορέσεις να με βρεις.
Κι όλο και χάνομαι σε πιο περίπλοκα στενάκια μέσα στην πόλη.
Δεν κάνω στάση. Δεν σου δίνω καν το πλεονέκτημα του χρόνου.
Κάθε που μου ζητούσες αφορμές εγώ σου έδινα αιτίες.
Δεν ήθελα να ξεφτίζεις την σχέση μας με ανόητες αφορμές.
Δεν μας πρέπουν οι αφορμές.
Είναι για τους δειλούς, τους άχρωμους και τους άοσμους.
Κι εμείς οι δυο φωνάζουμε από μακριά ανόητη γεναιότητα και άγνοια κινδύνου και φοράμε στο τώρα μας το μπλε της θάλασσας και στο χθες εκείνο το βαθύ κόκκινο που παίρνει ο ουρανός όταν αποκοιμίζει τον ήλιο.
Και μυρωδιά μας… αυτό είναι μυστικό. Μυστικό που δεν προδώσαμε ποτέ.
Και κάθε που στεκόσουν δίπλα μου αλλά αναζητούσες με την άκρη του ματιού σου την έξοδο κινδύνου εγώ σου φώτιζα το δρόμο να για φτάσεις πιο γρήγορα εκεί. Στην έξοδο.
Φόραγα κι εκείνο το χαμόγελο, το πιο μεγάλο, το πιο καλά προβαρισμένο και σε άφηνα να ξεμακρύνεις.
Έτσι όπως ξεμακραίνω τώρα εγώ.
Και μετά;
Και μετά, σιωπή.
Και μετά, κενό.
Και μετά, μια δημιουργική μοναχικότητα να γεμίζεις το τώρα.
Με κούρασε η διαδρομή.
Θέλω να ξαποστάσω.
Κοιτάω γύρω μου και δεν είσαι πουθενά.
Τα κατάφερα.
Σου ξέφυγα. Κι ας τσιμπάει τόσο η διαπίστωση.
Κρατάω ένα μισοάδειο ποτήρι κρασί και κάθομαι κάτω και εσύ στέκεσαι εκεί. Από πάνω μου. Σαν να μην με έψαχνες. Σαν να ήξερες από την αρχή πού θα με βρεις.
Κι εγώ, χωρίς τελικά να ξέρω αν στάθηκα για να σε περιμένω ή αν στάθηκα για να φύγεις ακόμα μακρύτερα.
«Πώς το κάνεις αυτό;» σε ρωτάω
«Σε μυρίζω» μου απαντάς και χαμογελάω.
Τώρα ξέρω.
Είναι εκείνη η αδιόρατη αύρα που κουβαλάμε και αντανακλά κομμάτι από το είναι μας. Είναι το σανταλόξυλο και το γιασεμί του αρώματος που δεν άλλαξες ποτέ. Είναι το γιασεμί και η βανίλια από το άρωμα που δεν άλλαξα ποτέ. Είσαι εσύ κι εγώ και ο ιδρώτας που μοιραστήκαμε πάνω από εξαντλημένα «θέλω» και ατελείωτα «διεκδικώ». Είναι η αλμύρα από τα δάκρυα στις στιγμές του πόνου.
Είναι που κανένα άρωμα δεν μπορεί να μυρίσει το ίδιο πάνω σε άλλο σώμα. Κι αυτό γιατί την στιγμή που αγγίζει το σώμα, αναπτύσσει μαζί του μια μυστική συμφωνία.
Μια συμφωνία για στιγμές που θα προδίδεται και άλλες που θα παραδίδεται.
Μια συμφωνία χωρίς λέξεις.
Η σιωπή είναι η επικοινωνία και η μυρωδιά η επισφράγισή της.
Μια συμφωνία που την έκαναν δυο σώματα που αποφάσισαν πως η απόσταση, δεν έχει σημασία. Μια συμφωνία στο χρόνο που δεν μπορεί να την σπάσει τίποτα κοινό και συμβατό.
Όσο εκείνος κι εκείνη, θα βρίσκουν ο ένας τον άλλο μέσα στα σκοτάδια τους, με μόνη πυξίδα στο κρυφτό τους, το άρωμα τους.
LoveLetters