Γράφει η Ελεονόρα Κοκκίνη
Αν τα μαθητικά μας χρόνια δεν τ’ αλλάζουμε με τίποτα, τότε σίγουρα τα φοιτητικά θα θέλαμε να τα ζούμε ξανά και ξανά, ασταμάτητα. Καλοπέραση, ανεμελιά, καμιά (σοβαρή) σκοτούρα, μηδέν χρέη και μόνη υποχρέωση κάποιες ώρες παρουσίας στη σχολή. Δεν περνούσε ούτε μισό δευτερόλεπτο από το μυαλό μας πώς θα εξελισσόταν τα πράγματα.
Σπουδάσαμε αυτό που αγαπούσαμε –ή αυτό που αγαπήσαμε στην πορεία– με στόχο τη μελλοντική επαγγελματική μας αποκατάσταση και ανεξαρτησία. Περάσαμε δύσκολα με δύστροπους και κομπλεξικούς καθηγητές και μάθαμε από άξιους και συνειδητοποιημένους συναδέλφους τους.
Δώσαμε ο καθένας τη δική του μάχη, είτε μικρή είτε μεγάλη, για να βγούμε από τη σχολή που τρυπώσαμε και να πάρουμε το πολυπόθητο πτυχίο, που θα μας άνοιγε το δρόμο για μια καριέρα που ονειρευτήκαμε πολλάκις. Ένα όνειρο που μας έδινε δύναμη εκείνα τα βράδια που παλεύαμε με τα φιλαράκια να τελειώσουμε την εργασία του εξαμήνου για να την παραδώσουμε την επόμενη.
Η ημέρα της ορκωμοσίας φτάνει και κρατάς στα χέρια σου το χαρτί που δίνει τέλος στα καλύτερα σου χρόνια και σου προσφέρει το εισιτήριο για μια νέα ζωή. Το εισιτήριο που γράφει επάνω «Κάρτα Ανεργίας». Τέλειο; Το περίμενες; Οι πιο πρόσφατοι ναι, αλλά εμείς οι παλιοί, όχι.
Και ξεκινάει ο άλλος αγώνας. Αυτός της επιβίωσης και της εύρεσης εργασίας. Οποιασδήποτε εργασίας. Όχι γιατί το θέλεις και σ’ αρέσει, αλλά γιατί δε γίνεται διαφορετικά. Φυσικά οι πρώτες αναζητήσεις θα είναι σχετικές με το αντικείμενο σπουδών σου, αλλά όταν ο πίνακας στατιστικών σου σού δείξει ότι δεν υπήρχε καμία εύρεση ή καμία επιτυχείς συνέντευξη (sorry κιόλας που στα 23 μου δεν έχω 5ετή και 10ετή εμπειρία) σηκώνεις το βλέμμα και κοιτάς λίγο πιο πέρα από τις γνώσεις σου, και μετά από λίγο ακόμη πιο πέρα και φυσικά το «παραπέρα» δεν αργεί.
Τα άσχετα μεροκάματα δίνουν και παίρνουν έτσι για να νιώθεις ότι κάνεις κάτι και δε μουχλιάζεις απογοητευμένος στον καναπέ. Ρίχνεις καθημερινά τα στάνταρ σου για εργασία και γκρεμίζεις κάθε όνειρό σου ψάχνοντας και –πλέον– λαχταρώντας, για οποιαδήποτε δουλειά που θα σου προσφέρει ψίχουλα, οπ συγνώμη, μισθό εννοούσα, και την προβλεπόμενη από τον –σουπερ ουάου– νόμο, ασφάλεια.
Και πού καταλήγεις; Εκεί που δε φανταζόσουν ποτέ και λες και «ευχαριστώ». Ο λαμπρός χώρος των πωλήσεων άνοιξε τα φώτα του και σου προσφέρει όλα όσα δεν είχες ονειρευτεί. Η ανάγκη για χρήματα όμως δεν σ’ αφήνει άλλα περιθώρια και το μόνο που κάνεις είναι να χαμογελάς, που μετά από σκληρό αγώνα και ατελείωτες συνεντεύξεις με υπερόπτες υπαλλήλους και ψωνισμένα αφεντικά, βρήκες κάτι μ’ ένα μισθό και μια ασφάλεια.
Καθώς ωραιοποιείς τα πράγματα και τις καταστάσεις πείθεις –με επιτυχία ίσως– τον εαυτό σου και βλέπεις θετικά την εξέλιξη, απολαμβάνοντας την καθημερινότητα σου και διασκεδάζοντας με τους διαφορετικούς τύπους ανθρώπων που είσαι υποχρεωμένος να συναναστραφείς και –κυρίως– να εξυπηρετήσεις. Από χιουμορίστες και ευγενικούς μέχρι πέφτουλες και αγενείς.
Οι ευγενικοί και καλοπροαίρετοι είναι αυτοί που θα σου φτιάξουν με το χαμόγελό τους και ένα σχόλιό τους τη μέρα, μιας και δεν είσαι ρομποτάκι και υπάρχουν στιγμές που πίσω από τη μάσκα του πρόσχαρου και πρόθυμου πωλητή κρύβονται η στεναχώρια, τα νεύρα, όπως και πολλά προβλήματα στη δουλειά ή στο σπίτι. Θα σου δώσουν, πολλές φορές εν αγνοία τους, τον «καλό λόγο» που ζητάς για να συνεχίσεις τη μέρα σου και θα τη φωτίσουν λίγο περισσότερο. Ναι, είναι κάτι που μπορεί να το πετύχει ένας άγνωστος, ίσως το πετυχαίνει και πολύ καλύτερα από γνωστούς.
Για να υπάρχει όμως και ισορροπία στη ζωή, το σύμπαν σου στέλνει κάθε καρυδιάς καρύδι, το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπίσεις με χαμόγελο και απεριόριστη υπομονή, γιατί αν δε το κάνεις σε περιμένει, στη καλύτερη περίπτωση κατσάδα από το αφεντικό, στη χειρότερη η ουρά του ΟΑΕΔ.
Τους περισσότερους αυτής της κατηγορίας και νοοτροπίας τους καταλαβαίνεις από το «καλημέρα σας», αν είσαι τυχερός δηλαδή και τη πούνε. Δεν πιστεύω να το θεωρείς δεδομένο κάτι τέτοιο; Ποιος νομίζεις ότι είσαι αγαπητέ υπάλληλε; Αλλά ας το προσπεράσω και ας προχωρήσω στο παρασύνθημα. Στην εξυπηρέτηση.
Καθώς λοιπόν τρέχεις από πίσω τους για να τους προλάβεις και να τους εξυπηρετήσεις –μιας και η πολιτική του καταστήματος δεν επιτρέπει την ελεύθερη και μοναχική κίνηση του πελάτη στον χώρο– και αφού πεις γύρω στις 5 με 10 φορές αυτό το ευγενικό «ορίστε, τι θα θέλατε;» θα αξιωθούν να γυρίσουν να σε κοιτάξουν με ύφος, φυσικά, πολλών καρδιναλίων. Διότι φίλτατε, θα το επαναλάβω. Ποιος νομίζεις –κατά την «αλάνθαστη» άποψή τους– πως είσαι; Είσαι ο υπάλληλος που οφείλεις να πραγματοποιήσεις κάθε επιθυμία τους γιατί «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο».
Αλλά για μια στιγμή. Εξηγήστε μου κάτι. Πότε έχει «δίκιο» ο πελάτης; Όταν σε θεωρεί δουλικό, αντί για εργαζόμενο πολίτη, και σου συμπεριφέρεται σαν να είσαι ο τελευταίος τροχός της αμάξης; Όταν αγνοεί τη σημασία της λέξης «σεβασμός» και προσβάλλει και εσένα σαν υπάλληλο αλλά και το μαγαζί το οποίο εργάζεσαι; Όταν ανικανοποίητος με το οτιδήποτε σε βάζει και του κουβαλάς όλα τα προϊόντα από τις αποθήκες για να σου πετάξει το γαμάτο: «Όλα χάλια είναι, τίποτα δε μ’ άρεσε, θα πάω αλλού». Να φύγεις, να πας αλλού. Αλλά εύχομαι, εκεί που θα πας, να μην είναι τόσο ευγενικοί όσο ήταν οι υπάλληλοι στο μαγαζί που μόλις βομβάρδισες και εγκατέλειψες.
Εύχομαι να σου μάθουν ότι τα άτομα που υποτίμησες τόσο πολύ και απαξίωσες είναι ανώτεροι από σένα στη παιδεία, αν όχι και στη μόρφωση. Η ζωή τους τα έφερε έτσι και βρίσκονται εκεί που δεν ήθελαν και παρόλα αυτά σε εξυπηρετούν με το χαμόγελο. Μάθε πως δε βολεύονται, δεν τα παρατούν και αγωνίζονται καθημερινά για το καλύτερο. Μάθε πως είναι ΆΝΘΡΩΠΟΙ και όχι δούλοι σου.
Υ.Γ.: Στον «κύριο» –που ειλικρινά ντρέπομαι για τις απόψεις του– που εξέφρασε την άποψή του και μου είπε πως «είναι ντροπή να εργάζεται ένας νέος σε οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που σπούδασε» να τονίσω και να υπενθυμίσω πως σε λίγα χρόνια στον αγώνα για την εύρεση εργασίας θα βγει το δικό του παιδί, οπότε καλό θα ήταν να αποφεύγει τα μεγάλα λόγια.