Γράφει η Μαρία Χριστοδούλου
Ένας λυγμός που καραδοκεί μα ποτέ δεν ξεσπάει, ένα κύμα που κτυπάει τα βράχια μα ποτέ δεν ξεχύνεται, ένα δάκρυ που θολώνει την ματιά μα ποτέ δεν κυλάει.
Αυτό είχε μάθει στη ζωή του, αυτός ήταν ο τρόπος που ήξερε να ζει και να βιώνει τις καταστάσεις.
Εσωστρεφής και γεμάτος μυστικά, κάποιες φορές κρυβόταν και από τον ίδιο τον εαυτό του.
Ένα πουλί με πληγωμένα φτερά μα ακόμη πάλευε να πετάξει, ένα λουλούδι με μαραμένα πέταλα μα ακόμη μοσχοβολούσε, ένα αηδόνι με σπασμένες χορδές μα ακόμη σιγοτραγουδούσε.
Αυτό είχε μάθει στη ζωή της και αυτός ήταν ο δικός της τρόπος για να ζει. Πάντα αυθόρμητη να ζήσει σε όλα το πολύ ή το τίποτα.
Πως θα μπορούσαν να συνυπάρξουν αυτοί οι δυο τόσο διαφορετικοί κόσμοι;
Ποιος ήταν ο σωστός και ποιος ο λάθος; Ποιος θα μπορούσε να κρίνει τον άλλον για τις επιλογές του;
Και όμως η ζωή τους έφερε αντιμέτωπους να δώσουν και να πάρουν ο ένας από τον άλλον ομορφιές και μυστικά κάποιου κόσμου που δεν γνώρισαν ποτέ. Και όμως η ζωή τους ένωσε με έναν ερώτα για να τους πάει και στην άλλη όχθη του ποταμού.
Ο συνδυασμός τους ζωγράφιζε χρώματα παράξενα και καθόλου συνηθισμένα, ένας θυελλώδης άνεμος έμοιαζε η ένωση τους .
Και τότε ήταν που βρέθηκαν στο μόνο και ίδιο κοινό σημείο και τότε γύρισαν πάλι ο καθένας στο δικό του κόσμο, σκυθρωπός και κατσουφιασμένος.
Και τότε ο θυελλώδης άνεμος πήρε τα πάντα στο διάβα του και τότε το μαύρο με το άσπρο χρωμάτισαν μόνο γκρι.
Αυτός φόρεσε πάλι το κλουβί του και αυτή σκούπισε βιαστικά τις πληγές της..
Τίποτα πια, μόνο σιωπή!
Κάποιες φορές μόνο χαιρετιούνται και αυτό για χάρη του μοναδικού κοινού τους σημείου, του εγωισμού.