Γράφει η Σπυριδούλα Σγουρου
Καλή χρονιά λοιπόν ! Μου λείψατε , ναι στ’αλήθεια. Υπάρχουν όμως κάποιες φορές, που για να βρούμε τον εαυτό μας , πρέπει να χαθούμε. ‘Όταν μου τράβηξαν το χαλί κάτω απ’τα πόδια, εσείς με στηρίξατε. Μέσα απ’τα κείμενά μου, μοιραστήκαμε πολλά, Κι ας μην γνωρίζαμε ο ένας τον άλλο. Μάλιστα θα τολμήσω να πω, πως πολλές φορές είναι πιο εύκολο να μοιραζόμαστε την αλήθεια μας με αγνώστους. Τώρα πια φυσικά δεν νιώθω πως απευθύνομαι σε αγνώστους, μα σε φίλους που έχω να δω πολύ καιρό!
Λένε πως μόνο από μια μεγάλη χαρά ή από μια μεγάλη στεναχώρια αλλάζει ο άνθρωπος. Εμένα μου συνέβη το δεύτερο, σε μια περίοδο που και έδινα και έπαιρνα αγάπη. Οι μέρες μου ήταν γεμάτες παιδικές φωνές και γέλια και η αγκαλιά μου γεμάτη και ζεστή. Είχα μια δουλειά που λάτρευα, ένα μικρό φροντιστήριο αγγλικών, που οι τοίχοι του ήταν καλυμμένοι με ζωγραφιές απ’ακρη σ’άκρη.
Οι μέρες μου γεμάτες, ακόμα και τα σαββατοκύριακα κάποιες φορές, όταν κάποιο απ΄τα παιδιά μου με χρειαζόταν. Μα δεν τη φοβόμουν την δουλειά, το βράδυ στο σπίτι με περίμεναν ο άντρας μου και ο γιος μου οι μεγάλες μου αγάπες.
Είχα επίσης τις φίλες μου να κάνουμε τις τρέλες μας και συγγενείς που μ’ αγαπούσαν. Το μόνο που δεν είχα εκείνο τον καιρό ήταν λεφτά, αρκετά έτσι ώστε να μη με κυνηγάνε οι τράπεζες! Αυτό το δάνειο που είχαμε πάρει μας στερούσε τον ύπνο και την ηρεμία. Μα και πάλι ήμουν ευγνώμων για όλα.
Μέχρι που ένα πρόβλημα υγείας, ήρθε να ανατρέψει τα πάντα. Δεν θα σας κουράσω με αυτό, εξάλλου δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Το μόνο που θα πω είναι πως είναι καρδιολογικό και μόνιμο.
Πως έπρεπε να αφήσω τον τρόπο ζωής που ήξερα και να προσαρμοστώ σε έναν καινούριο , αφύσικο και αδύναμο για την προσωπικότητά μου. Από μια δραστήρια γυναίκα είχα περάσει σε μια καθημερινότητα δύσκολη να βγάλω πέρα ακόμα και απλά , πράγματα.
Πέρασα από όλα τα στάδια. Του σοκ, του πόνου , του θυμού, της άρνησης, ενώ όλο αυτόν τον καιρό σας είχα συντροφιά.
Το σχολείο έκλεισε, κι εγώ βρέθηκα μετέωρη, θεατής σε μια ζωή αλλιώς.
Τότε λοιπόν με χτύπησε σαν κεραυνός, η συνειδητοποίηση πως ήμουν εγωίστρια. Ήμουν εδώ , παρούσα, έβλεπα τον ήλιο, είχα τους φίλους μου, την οικογένειά μου και εγώ το μόνο που έβλεπα ήταν θυμός. Πάντα φρόντιζα τους πάντες εκτός από εμένα. Δικό μου το λάθος, γιατί θύμωνα λοιπόν;
Κανένας δεν με υποχρέωνε να κάνω κάτι, εγώ γιατί δεν το έβλεπα;
Έτσι σαν τον τρελό, είδα το φως και αποφάσισα να φύγω για λίγο, για να γνωρίσω , να αγαπήσω και να φροντίσω τον εαυτό μου.
Έφυγα από όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έβγαλα το ρολόι απ’το χέρι μου και έμεινα εγώ και ο χρόνος, χωρίς πλάνο, χωρίς πρόγραμμα για πρώτη φορά στη ζωή μου.
Άρχισα να απολαμβάνω την κάθε μέρα, είτε μαζί με παρέα ή και μόνη μου. Υπήρχαν μέρες καλές και μέρες που ήμουν αδύναμη.
Μα τις αγκάλιασα κι αυτές και τις δεχόμουν πια. Έμενα για ώρες στην πισίνα δίπλα απ’το σπίτι μου, περπατούσα για όσο μπορούσα με τα σκυλιά μου, χάζευα τον έναστρο ουρανό και διάβαζα πολύ ταξιδεύοντας νοερά σε άλλα μέρη, άλλες εποχές.
Τώρα πια , κάνω πράγματα που με ευχαριστούν. Φυτεύω λουλούδια, μαγειρεύω, μοιράζομαι απλά πράγματα με τους άλλους, όπως ένα κέικ που έφτιαξα για παράδειγμα. Δεν διστάζω να βγω στο δρόμο με τα ορειβατικά μου μπαστούνια, για να μην με δουν.
Αγοράζω όμορφα πράγματα για μένα και πλέκω κασκόλ που κάνω δώρο στους άλλους. Μέχρι που πήγα και ένα κοντινό ταξιδάκι με την οικογένειά μου. Χωρίς πολύ σκέψη, με λίγες αποσκευές και ένα χαμόγελο πλατύ στα χείλη. Στο κατάστρωμα του πλοίου, άφηνα τον αγέρα να μου χτυπά το πρόσωπο, άκουγα τους ήχους γύρω μου και έπιανα κουβέντα με άλλους συνεπιβάτες.
Στην επιστροφή , ο γιος μου , έβαλε το χέρι του πάνω στον ώμο μου και εγώ σήκωσα το βλέμμα να τον κοιτάξω. Έχει ψηλώσει πια.
– Μπράβο μαμά, είπε κοιτάζοντας με χαμογελώντας. Τα κατάφερες μια χαρά , είδες;
Τα μάτια μας συναντήθηκαν. Δεν χρειαζόταν να πούμε τίποτε άλλο.
Τώρα λοιπόν επέστρεψα, καλώς σας βρήκα αγαπημένοι μου!