Τα χρόνια τα μαθητικά, μην τ’αλλάξεις με τίποτα
Γράφει η Νένα Παπαδοπούλου.
«Τα μαθητικά τα χρόνια δεν τα αλλάζω με τίποτα…»
Είναι μερικές φορές που ακούγοντας ένα τραγούδι ο καθένας από μας γεμίζει εικόνες από την ζωή του, συναισθήματα, αναμνήσεις και σκέψεις.
Πως πέρασαν τα χρόνια;
Που είναι εκείνες οι μέρες που το μόνο μας άγχος ήταν να γράψουμε καλά στο τεστ των Μαθηματικών, αν θα πάμε εκδρομή, με ποιον θα είμαστε στο δωμάτιο στην πενταήμερη και αν μας είπε καλημέρα ο κούκλος πρόεδρος του δεκαπενταμελούς;
Εκείνα τα χρόνια που ακόμα και αν δεν ήταν τα πιο ωραία, ήταν σίγουρα τα πιο ανέμελα. Εκτός από ένα τραγούδι όμως, οι αναμνήσεις ζωντανεύουν και όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με κείνους που τις ζήσαμε.
Οι συμμαθητές μας… : το πιο σημαντικό συστατικό των σχολικών μας χρόνων…
Αυτοί που όταν τους συναντάς στο δρόμο, νιώθεις μια ανιδιοτελή αγάπη να βγαίνει μέσα από την ψυχή σου. Μπορεί να χαθήκατε, να είχατε παρεξηγηθεί, να μην ταιριάζετε ή να μην ταιριάζατε ποτέ, πάντα όμως χαίρεσαι όταν τους βλέπεις και θέλεις να μαθαίνεις νέα τους.
Κάθε συνάντηση και μια ανάμνηση. Κάθε συζήτηση και μια εικόνα. Αυτά τα φιλαράκια που μας θυμίζουν εκείνη την πρωινή καλημέρα στο αστικό για το σχολείο, την πρώτη ώρα στο μάθημα που όλοι κοιμόμασταν, την πρώτη εκδρομή με διανυκτέρευση, το πρώτο τσιγάρο και το πρώτο μεθύσι στην πενταήμερη.
Οι καθηγητές…. : Καλοί ή κακοί, ξινοί ή ευγενικοί , αυστηροί ή ελαστικοί, όλοι τους μας άφησαν και από κάτι.
Από την φιλόλογο που μας συμπαθούσε και το εκμεταλευόμασταν, τον μαθηματικό που φώναζε στους διαδρόμους «είστε υποψήφιοι» και μας γέμιζε άγχος για τις πανελλήνιες, τον θρησκευτικός που ερχόταν πάντα με το μαύρο δερμάτινο και μόνο για θρησκευτικός δεν έμοιαζε, τον φυσικός που είχε έναν τόνο φωνής ότι πρέπει για νανούρισμα μέχρι και κείνη την καθηγήτρια που αν και καινούργια ήθελε να μας μάθει όλους αρχαία και τα κατάφερε τελικά. Όταν τους συναντάς τυχαία στην αγορά ή σε κάποια καφετέρεια, προσπαθείς να θυμηθείς το περίεργο όνομα τους και αναρωτιέσαι αν εκείνοι σε θυμούνται. Άλλους πάλι τους έχεις πλέον γείτονες, συναδέλφους, καθηγητές των αδελφών σου ή ακόμα και των παιδιών σου και συνειδητοποιείς πόσο έχεις μεγαλώσει.
Εκείνοι από την άλλη έχουν μείνει όπως τότε, σαν να μην πέρασε ο χρόνος από πάνω τους, σαν να είναι έτοιμοι να σου ξανακάνουν μάθημα.
Το κτίριο….: Εκείνο το κτίριο που ήταν το δεύτερο σπίτι σου , που είναι χαραγμένο το όνομα του πρώτου σου έρωτα στο παγκάκι πίσω στο καπνιστήριο, που γέμιζες τα θρανία στιχάκια με όλα εκείνα που ένιωθες και που έτρεμαν τα πόδια σου κάθε φορά που σε σήκωναν στον πίνακα. Ένα κτίριο βουβό γεμάτο γέλια, φωνές και κλάματα άλλων παιδιών πλέον που σου είναι άγνωστα αλλά ταυτόχρονα τόσο γνωστά. Η εικόνα του κάθε φορά που το χαζεύεις από τον κεντρικό δρόμο η ίδια και ένα «αχ, το σχολείο μου» βγαίνει από το στόμα σου.
Ένα «αχ» λοιπόν είναι αυτά τα χρόνια, μια νοσταλγία και μια ανάγκη να γυρνάμε εκεί κάθε φορά που δεν είμαστε καλά. Γιατί εκεί δεν έχει στεναχώριες, γιατί εκεί νιώθουμε παιδιά, εκεί θέλουμε να παίξουμε κυνηγητό στην αυλή, να ακούσουμε ένα τραγούδι και να το σιγοτραγουδήσουμε όλοι μαζί. Ένα τραγούδι που θα λέει ότι θα δίναμε τα πάντα να γυρίσουμε έστω για μια μέρα σ’ αυτές τις τάξεις , να κάτσουμε στα θρανία και να ακούσουμε τον ήχο του κουδουνιού.
Το καλύτερο φάρμακο για όλες τις ευθύνες και τα προβλήματα μας, μπορεί να είναι ένα τηλέφωνο σε έναν παλιό συμμαθητή μας, μια συνάντηση στο δρόμο με έναν καθηγητή ή μια βόλτα στο προαύλιο του σχολείο μας.
Δοκιμάστε το!
LoveLetters