Γράφει η Δήμητρα Αποστολοπούλου.
Πόση δύναμη μπορεί να κρύβει μια καρδιά;
Μια οντότητα ψυχή τε και σώματι;
Πόση ενέργεια μπορεί να μεταδώσουν δυο μάτια;
Πολλή λέω εγώ.
Την ένιωσα αυτήν την δύναμη.
Ηλέκτρισε κάθε κύτταρο μου ξεχωριστό.
Τι κι αν αυτά τα μάτια τώρα πια, είναι πάνω σε ένα σώμα ξένο για εμένα.
Γερασμένο και ταλαιπωρημένο από τον χρόνο.
Εγώ τα ένιωσα. Όλα. Πολύ.
Ήταν εκείνα τα λίγα αμήχανα λεπτά που απλά κοιταζόμασταν στα μάτια.
Γιατί δεν ήξερα τι να σου πω.
Εσύ μπορεί να είχες πολλά να μου πεις, απλά δεν μπορούσες.
Είχες εκείνα τα σωληνάκια οξυγόνου που σε εμπόδιζαν.
Είχες όμως και εκείνο το παράπονο ενοχής ζωγραφισμένο στα μάτια σου.
Δάκρυσες.
Σαν να ήθελες να ζητήσεις συγχώρεση.
Δεν είπαμε τίποτα μα είπαμε τόσα πολλά!
Για τότε που με έπιανες από το χέρι και ένιωθα πως μπορούσα να πολεμήσω και να νικήσω θηρία και τέρατα.
Για τότε που φοβόμουν αλλά εσύ με κοιτούσες και ήξερα απλά ότι όλα θα πάνε καλά.
Για τότε που με μάθαινες ποιο είναι το καλύτερο δόλωμα για ψαράκια του αφρού.
Για εκείνες τις καλοκαιρινές βραδιές στο μπαλκόνι με θέα το λιμάνι, που μου έλεγες ότι ένα ποτηράκι κόκκινο κρασί αρκεί, για να είναι ένας άνθρωπος ευτυχισμένος.
Για τότε που μεγαλώνοντας μεγάλωνες και εσύ μαζί μου.
Για τότε που μου γελούσες με εκείνο το μοναδικό χαμόγελο όταν έλεγες το όνομα μου.
Το όνομα της μητέρας σου.
Ίσως γι’αυτό να ένιωθα πάντα λίγο περισσότερο ξεχωριστή.
Γιατί κουβαλάω ένα όνομα που σε εσένα έδωσε ζωή.
Και πόσο γελούσες όταν έλεγες ιστορίες και έβρισκες κοινά στον χαρακτήρα μου με εκείνον της μητέρας σου.
Ναι, εκείνα τα λεπτά που μείναμε μόνοι μας στο δωμάτιο δεν είπαμε τίποτα.
Απλά κοιταζόμασταν.
Σαν μια δύναμη να μην άφηνε τις ματιές να αλλάξουν κατεύθυνση.
Απλά κοιταζόμασταν.
Και όμως έτσι τα είπαμε όλα.
Όλα και τίποτα.
Λυπάμαι που ένιωσα τόσο αμήχανα από την πρώτη στιγμή που μπήκα στο δωμάτιο σου.
Που δεν ένιωσα να θέλω να μείνω λεπτό παραπάνω μαζί σου.
Που κοιτούσα γύρω γύρω χωρίς να ξέρω τι να σου πω.
Σε εσένα που με μεγάλωσες κάποια καλοκαίρια.
Φεύγοντας σου είπα “θα τα πούμε”.
Ίσως όμως δεν σε ξαναδώ..
Μα ποτέ δεν θα ξεχάσω τα γέλια μας και τα όσα μου έμαθες.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω πόσο γεμάτη ένιωθα κάθε φορά που ερχόμουν να σε δω σε εκείνο το σπίτι στο νησί.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω εσένα!
Ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτό το βλέμμα, που ξεγύμνωσε το μέσα μου, για αυτά τα λίγα λεπτά που μου φάνηκαν μια ολόκληρη ζωή.
Ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.
Γιατί οι άνθρωποι χάνονται μόνο όταν παύουμε να θυμόμαστε την αλήθεια που είδαμε μέσα στα μάτια τους..