Τι να απέγινε εκείνο το παιδί με τα αθώα μάτια;
Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη.
Περπατώ σκεπτικός στην οδό Κ….. δεν έχει πολύ φως. Το σκοτάδι καταβροχθίζει μία προς μία τις λεπτές λάμψεις του κεντρικού προβολέα. Η κυρία δεξιά χαζεύει μια οθόνη. Γελά διακριτικά. Τι να βλέπει; Εικόνες; Μηνύματα; Το γέλιο οικείο αλλά κάπως στυφό.
Πιο κάτω, προχωρώντας στο στενό, ένας γεράκος. Ποτίζει το διψασμένο απ’ τη ζέστη γιασεμί του. Έχει δειλά δειλά τις πρώτες του νιφάδες. Το καμαρώνει και με πλατύ χαμόγελο μικραίνουν ακόμα περισσότερο οι λεπτές γραμμές των ματιών του.
Λίγο πιο κάτω ερημιά. Κανένας δεξιά κι αριστερά. Ο δρόμος στενεύει κι απ’ τις δυο του μεριές. Σαν να πεινάει και να θέλει να σε καταπιεί μονομιάς. Ένα τριζόνι τραγουδά. Μάλλον, για να ηρεμήσει τον άνεμο που κουνά άτακτα τις λεύκες.
Επιτέλους φτάνω στη θάλασσα. Με το ένα μάτι σημαδεύω το φεγγάρι, το άλλο μάτι το κλείνω με την δεξιά παλάμη. Είναι μακριά απόψε. Δε θέλει παρέα και κρύβεται πίσω από ένα θαμπό, κουρασμένο σύννεφο. Κάνει λες και δε το βλέπω…
Άραγε ποιος να ξέρει τι απέγινε εκείνο το παιδί; Το παιδί με τα γουρλωτά μάτια και τη μυρωδιά καραμέλας βουτύρου στο στόμα;
O κόσμος είναι μικρός. Ίσως ξαναπεράσει το ίδιο στενό και να χαιρετήσει το γεράκο. Μπορεί να φοβηθεί ίσως λίγο το τσατισμένο τριζόνι. Σίγουρα όμως θα γελάσει με το κρυφτό του φεγγαριού…
LoveLetters