Γράφει ο Γιώργος Χίτζιος
Στέγνωσαν πια τα μάτια.
Θέλει να κλάψει, μα δε μπορεί.
Έσπασε∙ έγινε κομμάτια.
Με θόρυβο έπεσαν, θάφτηκαν στο χώμα.
Της απομένει να ζηλεύει την ασταμάτητη βροχή.
Του έρωτα τα σκοτεινά σκαλοπάτια,
Τα κατέβηκε ξανά και ξανά σιωπηλά ένα-ένα.
Ανεκπλήρωτα θέλω, κακοτράχαλα μονοπάτια,
συναντούσε πάντα στο τέρμα.
Αρρωστημένα λάτρευε τον έναν και μοναδικό Κανένα.
Κάθε που την τύφλωνε
και έχανε το φως της,
φάρος κι οδηγός της,
ο Κανένας, που κανένας σαν κι αυτόν δεν την μείωνε.
Comments are closed