Γράφει η NO*RL*IZ
Με κοίταξες πάλι. Έτσι όπως ξέρεις εσύ.
Ευθύ το βλέμμα και βαθύ.
Χαμογελαστό αλλά και σίγουρο.
Χωρίς πολλά πολλά.
«Τι πάθαμε πάλι?» «Έλα, πάμε για περπάτημα.»
Και κάπου εκεί, ανάμεσα στο ελαφρύ τρέξιμο και στο περπάτημα, εκτονώνεται η γκρίνια, φεύγει η μιζέρια, σκάει το χαμόγελο, ταξιδεύει μακριά η έγνοια,
Σε εκείνο το ξύλινο παγκάκι μπροστά στη θάλασσα. Εκεί καθόμαστε να κάνεις το τσιγάρο σου και γω να στα χώνω γιατί δεν το κόβεις.
Εκεί κάθε πίκρα εκτονώνεται, τυλίγεται στον καπνό σου και χάνεται από μπρος μου χωρίς κουβέντες.
Είσαι η φίλη που παρέα ζούμε τα μύρια όσα τρελά χωρούν στο κεφάλι μας όπως στο νησί. Εσύ να επιδίδεσαι σε αχαλίνωτο σεξ στο ένα δωμάτιο και γω στο άλλο να διαβάζω κάνοντας πως δεν ακούω.
Είσαι ο φίλος που δεν κουράστηκα ποτέ να αναλύω μαζί του ανδρικές και γυναικείες θεωρίες συνωμοσίας των φύλων μετά από τρελές κόντρες ταχύτητας.
Είσαι η συντροφιά στα ταξίδια εργασίας με τις απαραίτητες δόσεις φρεσκάδας που μας έκαναν να αντέχουμε τους εξοντωτικούς ρυθμούς.
Είσαι η αγάπη που δέθηκε μαζί μου στα χρόνια της αρρώστιας και της απώλειας, αλλά και της ανείπωτης χαράς.
Είσαι η έννοια τις ώρες της ανασφάλειας και της μιζέριας.
Είσαι η φλόγα που πάντα τρεμοπαίζει για να βλέπω χωρίς να σβήνει ποτέ.
Είσαι το χέρι που μου σκούπισε τα δάκρυα και η αγκαλιά που κρύφτηκα όταν άδειασα τα μέσα μου.
Είσαι αποτύπωμα πάνω μου και χάραγμα μέσα μου. Είσαι σαν τα τατουάζ της Έφης, «κομμάτι του κορμιού μας, ένα άλλο εγώ».
Είσαι μέρος της περιπέτειας και της ζωής μου, στιγμές του δρόμου μου, στίχοι από το τραγούδι μου, ο ήχος της σιωπής μου.
Στο ίδιο ξύλινο παγκάκι αφουγκράζεσαι όσα θέλω να πω αλλά δεν τολμώ, μετράς τους χτύπους της χαράς ή της λύπης μου, ξορκίζεις τα άγχη μου.
Σ’αυτό το ξύλινο παγκάκι μπροστά στη θάλασσσα, να το ξέρεις.. σε αγαπώ κάθε μέρα και περισσότερο.