Γράφει ο Άρης Γρηγοριάδης
Χαζεύω τη θάλασσα απέναντί μου και διαβάζω καθυστερημένα το μήνυμά σου.. «Πού είσαι ; Σε προλαβαίνω;» Χαμογελάω. Η μεταξύ μας ιστορία περιγράφεται τόσο γλαφυρά μ’αυτά τα λόγια. Σε προλαβαίνω; Λίγο να σε δω, να σε νιώσω, να σε ακουμπήσω. Λίγο να σου μιλήσω, κοιτώντας το πρόσωπο σου. Λίγο γιατί τελικά μόνο λίγο σου έλειπα.
Κάνω βουτιά στο σάκο με τις αναμνήσεις μου. Τώρα πια όταν λέω αναμνήσεις, τις φέρνω στο μυαλό μου σαν τις κρυστάλλινες σφαίρες της Ράιλι, χωμένες σ’αυτό το σάκο που κουβαλάει προστατευτικά η Χαρά μαζί με τη Λύπη, στα «Μυαλά που κουβαλάς».
Ο,τι έχει σχέση με σένα, πρόσφατο παρελθόν, ανασύρεται πολύ εύκολα και γρήγορα. Όσες έχουν σχέση με σένα έστησαν μέσα μου τα δικά τους νησιά, το Νησί του Πάθους, το Νησί της Αναμονής, το νησί της Χαζομάρας, το Νησί της Φαντασίωσης. Κρίμα μόνο που εγώ δεν είμαι παιδί σαν τη Ράιλι..
«Πού είσαι ;» Δεν ξέρω.. Μάλλον σε λάθος φάση.
Από αυτές που το γνωρίζεις από πριν, αλλά επιλέγεις και συνεχίζεις ακάθεκτα. Στη φάση που την έζησα έντονα, μοναδικά. Στη φάση που με απογείωσε και με γκρέμισε με την ίδια δύναμη. Στη φάση που με κράτησε σφιχτά την ίδια στιγμή που με έδιωχνε μακριά της.
Θάψε λοιπόν όσα αισθάνθηκες και κάνε πως δεν τρέχει τίποτα. Να αισθανθείς όπως ο ναρκομανής που του κόβουν ξαφνικά την πρέζα. Να αφεθείς να σε πιάσουν σπασμοί καθώς το μυαλό σου προσπαθεί να ξεκολλήσει από μια συγκεκριμένη εικόνα, τα μάτια σου από ο,τι σε έφτιαχνε, το στόμα σου από τη γεύση της γλώσσας που βυθιζόταν μέσα σου, το χέρι σου από όλα όσα άγγιζε, η μύτη σου από τη μυρωδιά του κορμιού, τα αυτιά από όσα ψιθυριστά άκουγαν.
Δεν ξέρω αν ο χρόνος είναι τελικά ο καλύτερος γιατρός. Σε απομακρύνει συχνά από ό,τι σου αρέσει και υπάρχει μέσα σου. Σε κάνει να ξεχνάς πώς ήταν εκείνη η στιγμή που σε γέμισε ευτυχία.
Αυτός ο χρόνος που ποτέ δε σου φτάνει για να απολαύσεις τη στιγμή που υπάρχει στη ζωή σου. Σε ζηλεύει και σε εκδικείται με την πρώτη ευκαιρία, την ώρα που θα χαλαρώσεις και θα νομίζεις ότι όλα είναι σε σειρά. Είναι λίγος για ό,τι είναι πολύ για σένα. Είναι πάντα φονιάς για τα ωραία που περιμένεις με αγωνία.
Και ξαφνικά σταματά. Ή έτσι θα ήθελες. Να χαθεί και ο ίδιος ο χρόνος στη στιγμή του. Να μείνει εκεί νεκρωμένος και τα πάντα γύρω ακίνητα. Και συ να μπορείς να κινηθείς γύρω από αυτά που σου λείπουν, από αυτά που σε πονάνε, γύρω από τα λάθη και τις αγωνίες σου, γύρω από τα δάκρυα και τα χαμόγελα που πάγωσαν. Να τριγυρίσεις ανάμεσα τους, να αφεθείς να τρυπώσεις σε αγκαλιές που χάθηκαν, μόνο για λίγο ακόμα, σε μάτια και βλέμματα που δεν γέμισαν από τα μάτια σου, σε χείλη που δεν χόρτασες, σε κουβέντες που δεν ξαπόστασες,
Να σταθεί για να σε αφήσει να σεργιανίσεις στις ζωές που δεν χόρτασες, στη ζωή που σου φεύγει, για λίγο ακόμα. Πριν χαθεί και σ’αφήσει να χαζεύεις όσα σκέφτηκες αλλά δεν πρόλαβες. Όσα έζησες αλλά δεν έφτασαν να γεμίσουν το είναι σου. Να σεργιανίσεις για τελευταία φορά σε όλα εκείνα τα θέλω που πέτρωσαν υποκλινόμενα στα πρέπει.
Δεν ήθελα ποτέ να γίνεις ο δεσμός που θα με σφίξει. Αλλά σε πόθησα σαν εσμό από στιγμές, φιλιά, βλέμματα και κουβέντες που τσιγκουνεύτηκες.
«Πού είσαι; Σε προλαβαίνω ;».
Είναι αργά πια…. Ξημέρωσε μωρό μου.