Το καταφύγιό σου, θα είναι πάντα οι παιδικές σου μνήμες
Γράφει η Στέλλα Γρηγοροπούλου.
Θυμάσαι εκείνα τα καλοκαίρια των παιδικών μας χρόνων;
Σίγουρα ναι.
Τα πιο ξέγνοιαστα και γλυκά μας καλοκαίρια.
Τελείωνε το σχολείο και φεύγαμε για τρεις ολόκληρους μήνες.
Τρεις μήνες μακριά από τα βιβλία και τις ενοχλητικές δασκάλες.
Οι φωνές τους θα σιωπούσαν για λίγο.
Μα τι για λίγο; Τρεις ολόκληροι μήνες δικοί μας. Ολόδικοί μας!
Καρπούζια στα χέρια. Να τρέχουν τα ζουμιά στα σορτσάκια μας και η γιαγιά να φωνάζει για να την ακούσουμε.
Πάντα βιαστικοί και πάντα με τα ποδήλατα.
Τα γόνατά μας πάντα χτυπημένα από τα χωμάτινα σοκάκια του χωριού.
Να τρέχουμε όλη μέρα παντού.
Να μπαινοβγαίνουμε ακόμα και μέσα στα σπίτια.
Δικά μας ήταν και αυτά.
Πότε της Θείας Ελένης, πότε της ξαδέλφης Μαρίας. Και πάντα να βγαίνουμε με κεράσματα στα χέρια.
Ζελεδάκια, τα καλύτερα μας.
Ή εκείνα τα κουλουράκια κανέλας με το σουσάμι επάνω τους. Αχ, μοσχοβολούσε ο τόπος!
Να βρίσκουμε, δήθεν, κρυψώνες που δεν τις ήξερε κανείς παρά μόνο εμείς.
Να καταστρώνουμε σχέδια διαφυγής και μάζωξης, λες και είμασταν σε κάποια οργάνωση ‘τα κίτρινα κεράσια’.
Να μιλάμε χαμηλόφωνα και να βήχουμε όταν έρχεται κάποιος μεγάλος.
Ήταν το σήμα για να σταματήσουμε να μιλάμε για το φλέγων θέμα.
Σςςς, πιο σιγά.
Μέχρι που ερχόταν ο παππούς, πιο δικός μας. Πιο κοντά μας.
Να μας κλείνει το μάτι και να φωνάζει δυνατά να πάρουμε τις γκλίτσες και τις σακούλες να πάμε για σύκα.
Εκεί να δεις κρυψώνες. Πάντα είχε να μας δείξει ακόμα μια.
Ήταν ο πάππους βλέπεις, που πάντα είχε να μας πει την ίδια ιστορία για τους Γερμανούς.
Αυτούς που πολέμησε και ο ίδιος!
Αυτούς που μπήκαν στο χωριό. Αυτούς που πήγαν να τους πάρουν τα χωράφια και τα σπίτια τους.
Αυτούς που τα έκαψαν όλα.
Πάντα έφευγε ένα δάκρυ από τα μάτια του! Το μαντηλάκι με το αρχικό του όμως, δεν το άφηνε να κυλήσει στο μάγουλο.
Ουαου. Πάντα εντυπωσιαζόμασταν και ας την είχαμε ακούσει για χιλιοστή φορά.
Δεν μιλάμε για τις βόλτες με τα γαϊδουράκια. Πάλι ο παππούς αρχηγός εκεί.
Πηγαίναμε στα χωράφια για να ταΐσουμε τις κατσικούλες, τις κότες και τα γουρουνάκια.
Κόβαμε πάντα και από κάτι για να βάλουμε στη σαλάτα το μεσημέρι.
Για να πάμε σπίτι και να φωνάζουμε από μακριά ‘γιαγιά κοίτα, αντράκλα για τη σαλάτα’.
Τεράστιο επίτευγμα το κόψιμο της αντράκλας.
Μας έκανε εντύπωση που κάποια παιδιά δεν είχαν χωριά.
Δεν είχαν δει ποτέ από κοντά όλα αυτά τα ζώα. Δεν είχε μπει ποτέ στη μύτη τους η μαγική μυρωδιά του χωριού.
Δεν γύρναγαν ποτέ πίσω με γρατζουνιές στα χέρια και στα γόνατα.
Πόσο περίεργο!
Γι’ αυτά τα μαγικά καλοκαίρια σου μιλάω.
Θυμήσου λίγο και πάλι θα νιώσεις σαν παιδί.
Ευτυχισμένο παιδί χωρίς καμία έννοια στο κεφάλι.
Η μόνη έννοια ήταν να ξυπνήσεις νωρίς για να μην χάσεις την κρυψώνα που είχες βρει την περασμένη ημέρα.
Αυτή την καινούργια που σου είχε δείξει ο παππούς!
LoveLetters