Τώρα ξέρεις που κατοικεί η ζωή σου
Γράφει η Ελένη Αράπη.
Βρυχηθμοί, κορναρίσματα, εξατμίσεις, καυσαέρια, ασφυξία.
Τρέχει γρήγορα να προλάβει, στάσιμη έξω απ’το Καραϊσκάκη.
Δέκα λεπτά ακόμα, το ρολόι να τρέχει σαν φερράρι και αυτή να στέκει στάσιμη να μετρά τα δευτερόλεπτα.
Πάλι θα αργήσει, πάλι ο χρόνος θα την προσπεράσει.
Ίδιες ώρες, ίδιες μέρες.
Οδοστρωτήρας η ζωή.
Να σε προσπερνά, να τρέχει πιο γρήγορα απο σένα, οι λεπτοδείκτες να σου χαράσσουν το πρόσωπο.
Κι εσύ να στέκεις εκεί ακίνητη, στάσιμη, ανύπαρκτη, κενή.
Κι όμως κάποτε πίστευες ότι μπορούσες, ότι κράταγες όλη τη ζωή μες τα χέρια και μπορούσες πατώντας γκάζι να την προσπεράσεις.
Ψέματα!
Ανύπαρκτη στέκεις, βουβή, μοναδικός ήχος, ο ήχος της μηχανής, λες και έγινες και εσύ εξάρτημα που σφυρίζει.
Κάηκαν οι λέξεις, στέρεψε η λαχτάρα, έσβησε η αλμύρα απο τις φλέβες. Και τα όνειρα βενζινοκίνητα κι αυτά.
Ένα “Ρ” διασώθηκε μόνο, ένα υγρό ρ… απο όνειρα.
Τ’ ακολουθείς και χάνεσαι.
Ροή, Ρέα, γαία, ζωή.
Ρυάκια, χείμαρροι, καταρράκτες, ξάφνου ξεπροβάλλουν μπροστά σου, βελόνες πέφτουν πάνω στη σάρκα.
Υπόκωφοι ήχοι, βαθαίνουν εντός σου.
Κόκκινα φυλλοβόλα παντού, μυρίζει ζωή.
Δεν είναι το θυμάρι, τα δέντρα, είναι το Ρ… της ροής.
Βγάζεις τα ρούχα, πετάς τα ρολόγια, λυτρώνεσαι.
Με πόδια γυμνά πάνω στα βράχια, κλείνεις τα μάτια και αφήνεσαι, ανοίγεσαι.
Σκαρφαλώνεις, γίνεσαι ένα με το τοπίο, κυρίαρχοι Αίγαγροι.
Αγρίμι κι εσύ!
Εσύ που είχες ρόδες στα πόδια, γεννάς πέλματα και ξανοίγεσαι, στη φύση σου αφήνεσαι.
Εξομολογείσαι, αποκαλύπτεσαι, μέσα σου διεισδύεις όσο ποτέ σου δεν τόλμησες.
Η γύμνια του σώματος μηδαμινή, μπρος στο ξεγύμνωμα της ψυχής.
Ξεπροβάλλει εμπρός σου η βάθρα, βράχια μαχαίρια ορθώνονται γύρω της, κρύβουν το φως, τα κλαδιά γέρνουν απο τα ύψη το νερό της να αγγίξουν και εσύ φοβάσαι.
Ναι, φοβάσαι, μα σε ελκύει η άβυσσος, μέσα της πέφτεις.
Εσύ που νόμιζες ότι λάτρευες την αλμύρα μέσα στα ιερά άλση χάνεσαι και αυτά σε αγκαλιάζουν σε ρουφάνε, στα έγκατά τους σε πνίγουν. Ένας καταρράκτης ξεπροβάλλει εμπρός σου, όμοιος Πάνας, στην κορυφή του αλήθεια βλέπεις τον τον Πάνα, στα δυο του πόδια να στέκεται, να σε προκαλεί να τολμήσεις.
Και φοβάσαι και τολμάς και αφήνεσαι και αγωνίζεσαι περισσότερο απο ποτέ, κολυμπάς κι ας σε διώχνει η ορμή του, το βάθος σε ελκύει. Με χέρια, με πόδια μα πάνω από όλα με ψυχή πρέπει να φτάσεις. Και φτάνεις και μαστιγώνεσαι, η ορμή του σου ξεσκίζει τη σάρκα, κομματιάζεσαι, εξαγνίζεσαι.
Ο δρόμος για το φως περνά μέσα απο το Ρ. Φοράς κλαδιά στα μαλλιά, την κόκκινη ζώνη στα μάτια, να μην τολμησουν τώρα πια να λιποψυχήσουν και γυμνή μ’ ένα μπαστούνι στο χέρι, με οδηγό τη ροή χορεύεις στο Φως.
Τραγόμορφος Πάνας εσύ.
Η πόλη κουφή και τυφλή, ενα σαρκίο κενό δεν μπορεί πιά να σε αγγίξει. Τωρά ξέρεις που κατοικεί η Ζωή.
Επιστροφή στη Σαμοθράκη.
LoveLetters