Γράφει η Ειρήνη Μουμούρη
Ανάμεσα σε γκρεμό και σε ουρανό έχουμε όλοι περπατήσει.
Ανάμεσα σε αγάπη και σε χαμό έχουμε όλοι γονατίσει.
Σε αγγίζουν χέρια, που μοιάζει η αγκαλιά τους με ουρανό!
Μοιάζει, κατά απόδειξη δεν είναι. Είναι πιστός εραστής μόνο στην προδοσία! Με τα χέρια του σε σπρώχνει στον γκρεμό, την ίδια στιγμή, που σε κοιτάζει χαμογελώντας καταπρόσωπο. Μετά κοιτάζει την πτώση σου αδιάφορα, γυρνάει την πλάτη γρήγορα, απλά χωρίς δεύτερη σκέψη. Αμετανόητα, θα συνεχίσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ήδη μιλάει και αλλού για φως και αγάπη- γερές, δοκιμασμένες παγίδες για πολλές μοναξιές.
Τραγική ειρωνεία! Ή πτώση, που σου προκάλεσε ο θύτης σου σε αναγκάζει να κοιτάξεις πολύ ψηλά. Αυτός, ποτέ δεν σκέφτεται, ότι όσο πιο βαθύς ο γκρεμός, μοιραία τόσο πιο ψηλά θα κοιτάξεις για να βγεις.
Ίσως και να μην θέλει να βγεις, για να ξαναγίνουν τα χέρια του μια δήθεν σωτηρία. Ή επόμενη πτώση σου θα δώσει άλλη μια επιβεβαίωση εξουσίας στον σκοτεινό εγωϊσμό του.
Ή ανάσα σου, που βάρυνε σε αναγκάζει να θες να σωθείς, δύναμη ανάγκης βρήκες!
Δεν είναι τυχαίο, ότι οι αδικημένοι άνθρωποι και οι τσακισμένες ψυχές ζητάνε τον ουρανό σαν κάτι καθαρό, διάφανο, αξιοπρεπές -προορισμό τον έχουν!
Κι εσύ; Εσύ βρίσκεσαι μέρα και νύχτα για καιρό ανεβαίνοντας κόντρα στον βράχο του γκρεμού και ας σε ματώνει.
Ανεβαίνεις πότε κλαίγοντας, συνήθως βρίζοντας, αλλά ανεβαίνεις με τον θυμό και την απόφαση φορτωμένα στις πλάτες σου. Ανεβαίνεις πιο γρήγορα από τη στιγμή, που πετάς από πάνω σου το βαρίδι του πόνου.
Είσαι πάλι ανάμεσα σε γκρεμό και ουρανό, τώρα όμως ξέρεις να σταθείς . Εσύ τώρα κοιτάς τον γκρεμό αφ’ υψηλού.
Κοιτάς ψηλά κατά τον ουρανό, για τον σκοπό σου.
Κοιτάς χαμηλά στον γκρεμό για την υπενθύμιση, για την άρνησή του.
Αφήνεις τον γκρεμό πίσω σου και τραβάς για πιο ψηλά. Χέρια συνέχεια σου ανοίγονται πολλά, χαμόγελα χαράσσονται μπροστά σου, εσύ συνεχίζεις για τον ουρανό σου.
Πως να αρνηθείς το φως, μετά από τόσο σκοτάδι;
Ακριβώς εκείνη την στιγμή με φωνή, που κρύβει χάδι και απειλή, αυτός που σε έσπρωξε να πέσεις, ξαναεμφανίζεται! Απαιτώντας, παρακαλώντας, φωνάζοντας, τώρα ο θύτης ότι πονάει εξαιτίας σου.
Δεν απαντάς, η σιωπή σου ξέρει να τα πει όλα και τίμια «Δεν γίνεται να συναντηθούμε ξανά στα μέρη του γκρεμού σου. Είσαι άνθρωπος γκρεμός, με έκανες να αρπάξω ουρανό, γιατί να ξαναπέσω εξαιτίας σου;
Δίπλα σου ήθελα κάθε τέλος και κάθε αρχή. Το φως έχει τέλος και αρχή, ψέματα δεν σου έλεγα, το ξέρεις. Ας ζούσα σκοτάδια και ήλιους με εσένα δίπλα μου, ήθελα να αντέχω.
Το σκοτάδι δεν έχει αρχή και τέλος είναι μια αιώνια στιγμή, εκεί στέκεσαι μόνος σου για χρόνια.
Μόνο με την αγάπη έμοιαζε να γεφυρώσαμε για λίγο. Μια γέφυρα, που καις κάθε φορά, με απόφαση σου.
Τελικά ο γκρεμός είναι ο τόπος σου, ο ουρανός ο δικός μου.
Άνθρωποι ουρανοί, άνθρωποι γκρεμοί ας κοιτάζονται κατάματα, χωρίζουν από δίκαιη μοίρα, για να σώζεται η αγάπη».