Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Όλα ένα ψέμα, όλα ένα λάθος, όλα ένα τέρμα.
Στης ψυχής μου το κατώγειο κάθισα και με πιάνει το παράπονο.
Είναι δύσκολο να είσαι άνθρωπος ευαίσθητος.
Η ευαισθησία έχει στην πλάτη της κρεμασμένο ένα συνεχόμενο παράπονο.
Ένα παράπονο για όλα τα άσχημα αυτού του κόσμου.
Ένα παράπονο που μ ’ένα βαρύ κατηγορώ επιπλέει.
Θα θελα να αλλάξω, να μην ζω με ένα παράπονο σταγμένο στα χείλη μου.
Αλλά έτσι γεννήθηκα και έτσι επιβίωσα. Η ευαισθησία είναι δύναμη κι όχι αδυναμία.
Αλλά θα θελα μερικές φορές να ήμουνα αναίσθητη για να αποφεύγω τις κακοτοπιές.
Αυτές που μπήγουνε το μαχαίρι δυνατά στην καρδιά μας.
Αυτές που μας κατατρέχουν με θυμό.
Δεν θέλω να έχω θυμό μέσα μου, δεν θέλω να μου θυμίζεις την λύπη, γιατί στην καρδιά μου χωράει μόνο η αγάπη.
Δεν έχω κοιμηθεί μέρες γιατί μου ξύπνησες τον πόνο, μου ξύπνησες την λύπη.
Κι η λύπη όταν δεν κοιμάται, κλαίει.
Όπως κλαίω κι εγώ, γιατί εξαγνίζω την ψυχή μου.
Δεν θέλω να σε θυμάμαι κι όμως δεν έφυγες απ’ το μυαλό μου.
Γιατί ακόμη περπατάω εκεί που περπατήσαμε μαζί.
Ακόμη μυρίζω το φιλί μας, ακόμη ανασαίνω την ανάσα μας.
Και ξέρω ότι πονάς κι εσύ. Αλλά ο δικός μου πόνος, δεν έχει φόβο όπως ο δικός σου.
Ο δικός μου πόνος, έχει μόνο αγάπη.
Γράφω για να εξαφανιστεί το φάντασμα απ’ την ψυχή μου, αυτό που σ ’ενόχλησε.
Αυτό που δεν άντεξες ν ’αγγίξεις.
Κι όσο γράφω, πονάω κι όσο πονάω, γράφω.
Τι να πεις και τι ν ’αφήσεις. Τώρα πια ξέρω την αλήθεια.
Ο εχθρός μου ήσουν εσύ και η ανασφάλειά σου. Φοβήθηκες και γι’ αυτό έφυγες.
Φοβήθηκες ν ’αγγίξεις την αγάπη μου.
Συγγνώμη που ο πόνος μου δεν είναι ίδιος.
Συγγνώμη που η ευαισθησία μου, δείχνει αδυναμία.
Συγγνώμη που σαν τέτοιος άνθρωπος, αγαπάω μοναδικά.