Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.
«Βιάσου κορίτσι μου»
«Έλα τελείωνε με αυτά τα δημητριακά αγοράκι μου»
«Έλα πάμε λίγο πιο γρήγορα»
Όχι. Δεν είναι στρατιωτικές εντολές.
Είναι καθημερινές, πρωινές φράσεις που το μεσημέρι γίνονται πιο κοφτές και το βράδυ πια όταν η κούραση βαραίνει πιο πολύ χάνουν κάθε γλυκάδα που μπορεί να κουβαλάει το «κορίτσι μου» ή το «αγοράκι μου».
Δεν το καταλαβαίνεις. Δεν προλαβαίνεις να δεις την εικόνα σου την στιγμή που κρατάς ένα μπολ δημητριακών με το ένα χέρι, μια οδοντόβουρτσα και μια χτένα με το άλλο και κάπου στο ενδιάμεσο προσπαθείς να ταιριάξεις ρούχα, κάλτσες και να μην φορέσεις ανάποδα τα παπούτσια στα παιδιά σου (ή στον εαυτό σου ενίοτε).
Κάνε μια παύση.
Σώπασε!
Το σχολείο και το νηπιαγωγείο και η δουλειά σου θα είναι εκεί και σε πέντε λεπτά.
Δεν έγινε τίποτα αν αντί για 08.00 πας στις 08.05.
Σώπασε λίγο μάνα μου και κοίτα τα.
Όχι επιφανειακά. Όχι αεράτα.
Κοίτα τα. Ουσιαστικά μέσα στα μάτια τους που οι αλήθειες ακόμα δεν φοράνε μάσκες και δεν επιτηδεύονται αλλά και δεν δωροδοκούνται.
Και μην μου λες πως χαμογελάς, δεν φωνάζεις και τους μιλάς γλυκά.
Πριν τη γλυκιά – και καλά- προσφώνηση, έχεις δώσει την εντολή. Και αυτά τα μικρά, τετραπέρατα τερατάκια τσέπης, δεν τα ξεγελάς.
Έζησαν 9 μήνες μέσα στο σώμα σου. Μοιραστήκατε χτύπους καρδιάς, αγωνίες και άγχη που δεν ομολόγησες ποτέ και τα κάλυψες με αυτό το ίδιο χαμόγελο που έχεις και τώρα στο πρόσωπό σου.
Από αυτά λοιπόν δεν μπορείς να κρυφτείς. Αυτά ξέρουν πότε προσποιείσαι. Τα μάτια τους διαβάζουν την ψυχή σου και αποκωδικοποιούν κάθε λέξη σου και κάθε σκέψη σου.
Μην προσπαθείς να τους κρυφτείς.
Ξέρω, έχεις βάλει πάλι την μυστική στολή της Super Mum και στις 06.00 εσύ είσαι ήδη δυο ώρες μπροστά και έχεις φτάσει στο σχολείο. Και όσο φεύγετε για το σχολείο εσύ ταξιδεύεις στα χίλια και ένα πρέπει της μέρας σου.
Στο Super Market που θα πρέπει να πας, στους λογαριασμούς που θα πρέπει να πληρώσεις, στα ρούχα που δεν μάζεψες κι αν βρέξει θα τα ξαναπλύνεις, στην ηλεκτρική που πάλι ξημερώματα θα την βάλεις, στα πρέπει που θα υπηρετήσεις.
Κάνε όμως μια παύση.
Πάρε μια ανάσα.
Ότι τώρα σε απασχολεί, θα είναι εκεί και σε πέντε και σε δέκα και σε δεκαπέντε λεπτά. Πάρε μια ανάσα και χάρισέ τους λίγα αληθινά λεπτά.
Χωρίς να κρατάς κινητό. Χωρίς να υπολογίζεις χρόνο, χωρίς να μετράς τα λεπτά και τα λεφτά που δεν έχεις.
Κλείσε τα μάτια, καθάρισε και βγάλε απ’ έξω όλα εκείνα που θολώνουν τα μάτια σου και κράτα τα σφιχτά.
Γαργάλησέ τα, άστα να σου ανακατέψουν τα μαλλιά και φίλησέ τα. Πάρε δύναμη από την χαρά τους και ζωή από το γέλιο τους.
Κι εκείνα θα στο ανταποδώσουν.
Είναι πανέξυπνα τα άτιμα. Ξέρουν τι «θυσίασες». Ξέρουν τα πάντα. Και με τα λίγα αληθινά λεπτά που τους έκανες δώρο, εκείνα θα κάνουν πιο γρήγορα. Θα βιαστούν χωρίς να τους το πεις. Θα βάλουν μπουφάν και θα πάρουν τις τσάντες τους και θα σε περιμένουν στην πόρτα αντί να τα περιμένεις.
Ξέρω, αλήθεια ξέρω!
Το άγχος, την πίεση, το φόβο, το γκρι που βάλαμε για χρώμα στις μέρες μας.
Το αντίδοτο το κρατάς στα χέρια σου.
Κι είναι δύσκολο, πολλές φορές απάλευτο κι ακατόρθωτο.
Μα σκέψου λίγο, πώς θες να σε θυμούνται στις παιδικές τους μνήμες.
Μπορεί εσύ, όπως κι εγώ, να τα φωτογραφίζεις και να κλειδώνεις στο χρονοντούλαπο τις στιγμές τους για να μην τις ξεχάσεις ή για να τις έχεις για φυλαχτό στα χρόνια που θα έρθουν.
Εκείνα όμως, δεν έχουν φωτογραφική μηχανή. Δεν θα κάνουν review στις φωτογραφίες και δεν θα σβήσουν τις θολές. Έχουν μνήμη. Και στην μνήμη τους χτίζεις την εικόνα σου. Χτίζεις την ανάμνησή σου. Χτίζεις εκείνο που θα είσαι ανεξίτηλα χαραγμένο μέσα στην ψυχή τους.
Μην γελιέσαι. Ξέρουν πως τα αγαπάς. Ξέρουν και πως τα νοιάζεσαι. Ξέρουν και πως θα έδινες την ζωή σου για εκείνα.
Κάνε κάτι πιο απλό λοιπόν. Δώσε λίγο παραπάνω από το χρόνο που δεν έχεις και κοίτα τα. Χάρισέ τους το αληθινό σου γέλιο.
Χάρισέ τους αυτό που για εκείνα, είναι ο κόσμος τους όλος.
Εσένα.
LoveLetters