Χαμογέλα τρυφερά κι άσε τα δάκρυα να χαράξουν το δρόμο τους
Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
Μάτια μαραμένα, πόδια δειλά που τρέμουν πάνω σε κάθε χαλίκι. Βιτρίνες στολισμένες με καθετί που βάζει ο νους σου. Γιρλάντες, φανταχτερά περιτυλίγματα δώρων, τάρανδοι, αγιοβασίληδες, όλα αρμονικά συνυφασμένα με το πνεύμα των Χριστουγέννων. Δέντρα μικρά, δέντρα μεγάλα χαμογελούν σε κάθε περαστικό και σου είναι αδύνατον να μην τα προσέξεις.
Μέρες χαράς και κόσμος παντού. Σε κάθε πλατεία, σε κάθε ξεχασμένο στενάκι βλέπεις γυναίκες, άνδρες, παιδιά να χαμογελούν και να χαίρονται με χέρια γεμάτα χαρτοσακούλες. Δεν γίνεται να κρατηθείς, σε παρασύρει, σε μαγεύει, θέλει να χαμογελάσεις κι εσύ ακόμα κι αν δεν το νιώθεις και τόσο, ακόμα κι αν δεν το θες…
Πέρασε καιρός από τότε που χαμογέλασες κι εσύ έτσι. Απ΄ όσο θυμάσαι ήσουν μικρή στην αγκαλιά του παππού. Χάζευες το τζάκι και η γιαγιά καθάριζε κάστανα πάνω στην γεμάτη στάχτες ποδιά της. Τώρα που το ξανασκέφτεσαι πάνε χρόνια από τότε.
Προσπαθείς να θυμηθείς περασμένα Χριστούγεννα που σε έκαναν να νιώθεις τόση έντονη χαρά όπως και τότε. Δύσκολο να σκεφτείς κάτι. Δεν είναι η στιγμή να το κάνεις, μην ψάχνεις άλλο. Είσαι έξω, κάνει κρύο, έχει κόσμο…
Το σώμα ζητά την αλλαγή. Δεν θες δώρα, δεν θες άλλο κόσμο να στοιχειώνει τα πάντα σου. Κάποτε το όνειρο ήταν να φύγεις. Ήθελες να γνωρίσεις μία μία τις πολιτείες της Αμερικής, να πιεις καφέ στον Σηκουάνα και να βγάλεις φωτογραφίες με τις πιο αστείες γκριμάτσες που έχεις κάνει ποτέ.
Εκεί είχες πειστεί πως κρύβεται το χαμόγελο. Ήθελε να το γυρέψεις, να του δώσεις ένα δυνατό φύσημα και να το κυνηγάς με ορμή σε κάθε ήπειρο, σε κάθε πλατεία, σε κάθε πρόσωπο. Ο κόμπος μεγάλωσε ξαφνικά. Πονάει, τον νιώθεις φρικτό πάνω σου. Φτάνει ψηλά στο λαιμό. Δεν θέλει χρόνο, θέλει απόφαση.
Τα πόδια τρέμουν δεν ξέρουν πώς να φερθούν. Έμαθαν έτσι. Οι αλλαγές τρομάζουν, πληγώνουν, είναι ξένες. Κρύος ιδρώτας τυλίγει το πρόσωπο. Δεν μπορώ να φύγω, έχει τελειώσει.
Με δυσκολία τα πόδια σε έφεραν σπίτι. Φίλοι, συγγενείς, οικογένεια στο τραπέζι τσουγκρίζουν ποτήρια και μαχαιροπήρουνα τρίζουν στο πιάτο. Στέλνουν ευχές μεταξύ τους, στέλνουν και σε σένα. Ίσως αυτή τη μέρα να ανήκουμε εδώ, στην οικογένεια. Σβήνουμε τα φώτα της σκέψης, χαμογελάμε και απαντάμε στις ευχές με λεπτές γραμμές στα μάτια. Δάκρυα κυλούν. Χαράς; Mελαγχολίας; Ποιος ξέρει…
«ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ»