Ψιθύρισέ μου τις μνήμες σου και βάλε με μέσα τους…
Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.
Είναι κάτι μεσημέρια νωχελικά, ζεστά, που η αλμύρα της θάλασσας έχει στεγνώσει πάνω σου και παίζεις με τα λευκά σημάδια που έχουν μείνει στο σώμα που είναι πλεγμένο με το δικό σου.
Αρχίζεις να μιλάς για καλοκαίρια του χθες σου.
Από εκείνα που είναι το δικό σου χθες, όχι το δικό σας.
Είναι δικές σου μνήμες όχι κοινές.
Είναι κι αυτό ένα στάδιο επιβίωσης μέσα στο παιχνίδι του έρωτα. Να επιβιώσεις μέσα στο παρελθόν του άλλου και να τον κάνεις ένα με την συνέχεια, με το τώρα.
Ο έρωτας μέσα του έχει την ένταση και το παράλογο.
Μπορεί να είναι παράλογο να σε ενοχλεί το παρελθόν του άλλου κι όμως αρκεί μια κουβέντα του για να ξεσπάσει καταιγίδα.
Έτσι είναι ο έρωτας άλλωστε.
Χορός στην καταιγίδα χωρίς ομπρέλα, χωρίς ασπίδα προστασίας, σταγόνες της βροχής που δροσίζουν το ξεροκαμένο από τον ήλιο του μεσημεριού δέρμα και νύχτες υγρές χωρίς πολλά λόγια, μόνο με τις ανάσες να μιλάνε.
«Μα το θυμάμαι», μου πετάς κι απασφαλίζεις τη βαλβίδα συμπίεσης.
Εγώ, όμως, δεν το θυμάμαι μαζί σου. Δεν είμαι μέσα στην στιγμή σου. Εγώ δεν υπήρχα τότε στην ζωή σου. Δεν έχουμε δει τα ίδια πράγματα. Δεν περπατήσαμε στις ίδιες διαδρομές.
Ξέρω μόνο την στιγμή που φτάσαμε κι οι δυο στο ίδιο σημείο με κομμένα φρένα, σε μια μετωπική χωρίς αύριο.
Μικρό θησαυροφυλάκιο οι μνήμες κι οι δικές σου κι οι δικές μου όμως τώρα με ενοχλεί που δεν υπάρχω από πάντα στις στιγμές σου.
Με παίρνεις αγκαλιά, προσπαθείς να κατευνάσεις την ένταση και μου ψιθυρίζεις μνήμες σου σαν να προσπαθείς να με βάλεις μέσα τους και να με κάνεις ένα με την εικόνα.
Σε κοιτάω, μικρό ατίθασο εντεκάχρονο, να περπατάς στα στενά της γειτονιάς σου και να παίζεις ποδόσφαιρό.
Σε βλέπω να μεγαλώνεις και να αντρώνεσαι, να ψάχνεις τις σταθερές και τις ισορροπίες σου.
Να είσαι κομματάκι από άντρα, κομματάκι από παιδί κι όσο ο άντρας μεγαλώνει στο σώμα σου τόσο το παιδί κρύβεται στην ψυχή σου. Εκεί που μπορείς να το κρατάς ασφαλές.
Μου αρέσουν οι ιστορίες σου. Θέλω να τις ακούω όσο τα πόδια μας μπλέκονται ανάμεσα στα σεντόνια.
Να σε παρακολουθώ στα κρυφά να μεγαλώνεις.
Και κάπου αρχίζω να μας βάζω σε παράλληλες διαδρομές.
Εσύ κάπου στο Αιγαίο κι εγώ σε μια άκρη του Ιονίου, στη Λευκίμμη μου.
Εσύ στρατιώτης εγώ στις πρώτες φοιτητικές διακοπές.
Εσύ να πατάς σταθερά στην γη κι εγώ να περιφέρομαι σαν αερικό κάπου γύρω σου αλλά όχι κοντά σου.
«Γιατί θυμώνεις», με ρωτάς;
«Θα θελα να μην είχαμε παρελθόν.
Να μην είχαμε ξοδευτεί.
Να μην είχες δοθεί, να μην είχα παραδοθεί.
Να ήμασταν κι οι δυο καθαροί και άφθαρτοι, χωρίς σημάδια. Να ήμασταν τέλειοι και ιδανικοί»
«Και τι σχέση έχει η τελειότητα με τον έρωτα», μου λες και μένω να διαβάζω το βλέμμα σου που έχει σκοτεινιάσει.
Κι έχεις δίκιο.
Καμία σχέση δεν έχει ο έρωτας με την τελειότητα.
Κανείς τέλειος δεν ερωτεύτηκε ποτέ παράφορα γιατί από μόνος του ο έρωτας έχει μέσα του τις πιο ισχυρές δόσεις πόνου.
Κρύβει τα πιο υψηλά αισθήματα και τα πιο ταπεινά ένστικτα.
Ερωτεύονται δυο άνθρωποι που ταυτίζουν τους φόβους, τα σκοτάδια και τα τραύματά τους.
Δυο άνθρωποι που μοιράζονται ενοχές και πόνους.
Δυο άνθρωποι που περπάτησαν στο παρελθόν τους και επιβίωσαν μέσα από σχέσεις της μιας νύχτας ή της μιας ζωής που κράτησε μια νύχτα.
Ερωτεύονται δυο άνθρωποι που στο τέλος της μέρας τους, μάθανε να συνεννοούνται άλλοτε στην διάλεκτο της σιωπής κι άλλοτε σε εκείνη που εφηύραν μόνο για τους δύο τους.
Ερωτεύονται δυο άνθρωποι που αγάπησαν βαθιά όχι μόνο τους δικούς τους φόβους αλλά και τους φόβους του άλλου και τους ταύτισαν. Και μέσα στο ταξίδι του έρωτά τους αυτού, έβαλαν την πυξίδα τους να δείχνει πάντα την κατεύθυνση των φόβων, των πόθων και των σκιών τους.
LoveLetters