Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Mη ψάχνεις να με βρεις έμενα εδώ, τσάμπα χτυπάς μοντέρνε μου.
Εγώ είμαι καμωμένος από αλλιώτικα υλικά.
Εγώ από επιλογή, από καπρίτσιο κι από πείσμα, έχω ξεμείνει σε μιαν άλλη εποχή.
Σε εκείνη την εποχή, που οι άνθρωποι σου μιλούσαν και σε κοιτούσαν ευθεία μέσα στα μάτια και που δεν φοβόντουσαν να δείξουν και να ακούσουν την αλήθεια.
Τότε, που τα παράθυρα ήταν ορθάνοιχτα κι οι πόρτες από ξύλο καμωμένες, με δίχως σύρτες άχρηστους και περιττούς.
Τότε, που ο άσβεστης άσπριζε τις αυλές κι ο βασιλικός τις αρωμάτιζε, που οι μπουγάδες στα σύρματα χρωμάτιζαν τον τόπο και το ψωμί μας ψηνόταν σε φούρνους από άχυρο και λάσπη.
Εγώ έχω ξεμείνει επίτηδες σαν τον τρελό και σαν τον σαλεμένο, σε εκείνη την εποχή που ο γείτονας ήταν “Θεός” και τα παιδιά ήταν όλα “παιδιά μας”.
Στην εποχή που οι άνθρωποι καθόταν ως αργά κατάχαμα στα πεζούλια, για να μοιραστούν το κρασί και τους καημούς τους.
Τότε που η λατέρνα τις Κυριακές μας κερνούσε ομορφιές και μελωδίες.
Στην εποχή που οι νταλκάδες όλοι εκτονωνόταν σε μια συρμάτινη βελόνα ενός ραδιοφώνου κι ενός πικάπ, και στην φωνή του Στέλιου και του Στράτου. Στην εποχή που ο Μητροπάνος ηχούσε μέσα απ΄ τα φτωχικά, λες κι ήταν συγκάτοικος κι ένοικος δικός μας.
Εγώ, έχω ξεμείνει επίτηδες σου λέω σε εκείνη την εποχή, που η καλημέρα κι η καληνύχτα, μοιραζόταν απλόχερα μέσα στις συνοικίες. Τότε, που η λέξη μοναξιά ήταν μια λέξη άγνωστη.
Στην εποχή που συμβόλαια ήταν ο λόγος των ανθρώπων και το δόσιμο του χεριού τους, και που οι άνθρωποι ορκιζόταν στην Παναγιά και στα ιερά τους.
Εγώ μοντέρνε μου, έχω ξεμείνει σε εκείνη την εποχή που ο παππούς καθόταν στην κορυφή από το γιορτινό τραπέζι κι η γιαγιά τον κοιτούσε όλο καμάρι μες τα μάτια.
Τότε που ο πατέρας ήταν η κολόνα του σπιτιού, κι η μάνα ήταν η κυρά κι η βασίλισσα του. Τότε που οι άνθρωποι σεβόταν τα στεφάνια τους!
Σου τις χαρίζω τις μοντέρνες εποχές σου λοιπόν, εμένα καθόλου δεν μου πάνε!
Εγώ, από επιλογή, από ξεροκεφαλιά, από καπρίτσιο κι από πείσμα, έχω ξεμείνει σε μιαν άλλη εποχή.
Εγώ, είμαι στον κόσμο τον δικό μου κι ότι αγαπώ το προσκυνάω και το τιμάω.
Κι αν σου αρέσει έστω και λίγο ο κόσμος ο δικός μου, γέμισε την κούπα σου ως απάνω με κρασί, άνοιξε τα χέρια σου να ρίξουμε έναν λεβέντικο χορό και κάτσε κι αφουγκράσου τον μαζί μου.