Είναι ο ήχος από τις γόβες σου η στιγμή που όλα καταρρέουν γύρω μου.
Γράφει ο Σάκης Χαλβαντζής.
Δειλά – δειλά μια ακόμη νύχτα έφτασε στο τέλος της. Μπήκα αναστατωμένος στο σπίτι και κλειδώθηκα στο μικρό μου καταφύγιο. Στο ορμητήριό μου.
Από μικρός που θυμάμαι τον εαυτό μου, μονάχα εκεί, στο ενάμισι επί τρία τετραγωνικά δωμάτιό μου ένιωθα καλοδεχούμενος. Χρόνια πάλευα να κατατροπώσω τους δαίμονές μου εκεί μέσα. Από εκεί ξεκινούσαν όλα.
Παρόλη τη κούραση της ημέρας συνέχιζα να είμαι ανήσυχος όμως.. Η ανησυχία που μ’είχε κυριεύσει, μου έμοιαζε τόσο γνώριμη. Την ένιωθα οικεία.
Έβγαλα τα παπούτσια μου και έπεσα μπρούμυτα στο κρεβάτι.
Θυμήθηκα.. με κάθε λεπτομέρεια εκείνη την επαναλαμβανόμενη κίνηση αμηχανίας που έκανες κάθε λίγο και λιγάκι. Έπιανες με τα δάχτυλα του δεξιού σου χεριού το δαχτυλίδι και το αφαιρούσες από το αριστερό σου χέρι. Η ίδια κίνηση ξανά και ξανά. Έμεινα αρκετή ώρα προσκολλημένος σ’αυτό δίχως να με καταλάβεις..
Έκλεισα τα μάτια και συγκέντρωσα το μυαλό μου στη τελευταία σκηνή της βραδιάς. Εκεί όπου έπεσε η αυλαία για μένα. Έσβησαν όλα γύρω μου κι έμεινα μονάχος ν’ακούω τον ήχο από τις γόβες σου!
Σηκώθηκες από το τραπέζι και μόλις έκανες ν’ανεβείς εκείνα τα αναθεματισμένα δυο – τρία σκαλοπάτια.
Γύρισα το κεφάλι μου ακαριαία προς το μέρος σου.
Δεν θυμάμαι και πολλά από τη συνέχεια αλλά.. εκείνος ο κολασμένος ήχος που έκαναν οι γόβες σου με ταρακούνησε συθέμελα.
Τι μεγαλείο Θεέ μου!
Για να επικαλείται το Άθεο σινάφι μου το Θεό, πραγματικά μου έκανες τεράστια ζημιά εκείνη τη νύχτα..
Διέκοψα βίαια καθετί που διαδραματιζόταν γύρω μου για ν’αφουγκραστώ μονάχα τις γόβες σου. Πόσο απειλητικός ήχος. Αντηχούσε για ώρα, απ’άκρη σ’άκρη μες στο κεφάλι μου. Δε μ’άφησε να κλείσω μάτι εκείνη τη νύχτα. Ούτε τις νύχτες που ακολούθησαν κατάφερα να κοιμηθώ. Είχα γίνει έρμαιό του κι ήμουν έτοιμος να δεχθώ και την πιο ανήλεη επιθυμία σου, προκειμένου να τον ακούσω ξανά.
Το ίδιο μάταιο σκηνικό κάθε βράδυ..
Ένιωθα τις γόβες να απομακρύνονται μ’εκείνο το νωχελικό και συνάμα σέξι περπάτημά σου. Ώσπου τελικά έσβηνε ο ήχος τους. Έβγαινες από το σπίτι, έμπαινες στο αυτοκίνητό σου και χανόσουν στο σκοτάδι της νύχτας..
Συνεχίζεται..