Είναι πολύ ωραία η ζωή καλό μου, φτάνει να ξέρεις πού να κοιτάξεις!
Γράφει η Αριάδνη.
Χτυπάει το ξυπνητήρι.
Ανοίγεις το μάτι. Το μισό..
“Ξημέρωσε κιόλας;” αναρωτιέσαι και πατάς την αναβολή στο κινητό. Δέκα λεπτάκια ακόμη χουζουράκι το δικαιούσαι.
Ξαναχτυπάει μετά από δύο λεπτά, νομίζεις.
Εγέρθητι!
“Πω, πω! Είναι κι αυτό το πιάσιμο από χθες. Ας πρόσεχες! Να μην άνοιγες το παράθυρο του αυτοκινήτου!”, μαλώνεις τον εαυτό σου καθώς τρίβεις τον αυχένα σου πηγαίνοντας στο μπάνιο. Άντε να πλύνεις δοντάκια και να ρίξεις μπόλικο κρύο νερό στο πρόσωπό σου μπας και ξυπνήσεις.
Κοιτάς αυτή την αγουροξυπνημένη μουρίτσα στον καθρέφτη.
“Πώς περάσαν τα χρόνια, τί‘ναι αυτό που θωρώ!”, αυτοσαρκάζεσαι και σκας ένα κουρασμένο χαμόγελο. Τελικά όλες οι ελπίδες σου για να αλλάξει λίγο η διάθεσή σου “κρεμάστηκαν” στον θαυματουργό πρωινό καφέ.
Πηγαίνοντας στην κουζίνα πέφτει το μάτι σου στους λογαριασμούς που υπάρχουν πάνω στο τραπεζάκι. Αρχές του μήνα και πρέπει να πληρώσεις σταθερά, κινητά και ακίνητα. Πώς γίνεται όλοι οι λογαριασμοί να έρχονται μαζί, ποτέ δεν το κατάλαβες. Συνεννοημένοι είναι;
Ανακατεύεις τον ελληνικό στο μπρίκι και σκέφτεσαι τον πανικό που σε περιμένει στη δουλειά. Έχετε καινούριες παραλαβές και αρκετές παραδώσεις σήμερα, λείπουν και με άδεια κάποιοι συνάδελφοι.. όνειρο!
Βάζεις τον καφέ στο φλιτζάνι και παίρνεις το ένα και μοναχικό τσιγάρο. Να τι ξέχασες να αγοράσεις εχθές! Δεν πειράζει ευκαιρία να το κόψεις, θα σου έλεγε η μαμά σου, που ποτέ δεν συμπάθησε αυτή τη κακή σου συνήθεια και με το δίκιο της άλλωστε!
Με την προίκα σου ανά χείρας, βγαίνεις στο μπαλκόνι.
“Λίγο μουντός είναι ο καιρός σήμερα” παρατηρείς, “ασορτί με την διάθεσή μου” συμπληρώνεις και κάθεσαι στην συνηθισμένη σου θέση στη βεράντα.
Θέλει και αυτή πλύσιμο, αλλά το απόγευμα έχουν κολυμβητήριο τα πιτσιρίκια και μετά πρέπει να πάτε και σε γενέθλια. Πάνω που είσαι έτοιμη να υποσχεθείς στον εαυτό σου ότι θα προσπαθήσεις να προλάβεις, θυμάσαι ότι τελείωσε το απορρυπαντικό ρούχων και κάτι άλλα ψιλοπράγματα και πρέπει να πας στο super market. Για αύριο λοιπόν η βεράντα και βλέπουμε.
Κοιτάς τον καφέ σου που κοντεύει να τελειώσει και ξαφνικά θυμάσαι την εποχή που η ανατολή του ήλιου σε έβρισκε στο κυλικείο ενός νοσοκομείου, με ένα πλαστικό ποτήρι στο χέρι, να πίνεις κάτι που έμοιαζε με καφέ. Τότε που για το μόνο πράγμα που ανησυχούσες ήταν.. τι θα δείξουν οι εξετάσεις και ποια θα είναι η επόμενη κίνηση.
Ξανακοιτάς την άπλυτη βεράντα σου, τα καινούρια λουλουδάκια που άνθισαν στο γιασεμί σου, τον ήλιο που αποφάσισε να βγει από το σύννεφο και να κάνει πιο αισθητή την παρουσία του και μονολογείς χαμογελώντας πλατιά :
“Είναι πολύ ωραία η ζωή καλό μου, φτάνει να ξέρεις πού να κοιτάξεις!”