Είσαι απλά ένας απ’ αυτούς κι αυτό το κέρδισες με το σπαθί σου.
Γράφει η Πράξια Αρέστη
Όταν ήμουν μικρή μου άρεσε να κυνηγάω χαρταετούς και πεταλούδες. Όχι για να τα πιάσω, όχι για να τα φυλακίσω. Αλλά για να φτάσω. Για να χορέψω στον αέρα μαζί τους όπως χόρευαν κι αυτά.
Γεννήθηκα εθισμένη στην ελευθερία. Στα χωράφια, ανάμεσα στα δέντρα, να ξαπλώνω στο χορτάρι και να κοιτάζω για ώρα τον γαλάζιο ουρανό και τα σύννεφα. Να φαντάζομαι τι σχήμα είχαν. Ήθελα να ζω για πάντα εκεί. Να είναι πάντα άνοιξη.
Να είναι πάντα όλα ανθισμένα και πράσινα και ο ουρανός πάντα γαλάζιος με λίγα φιλικά σύννεφα. Κι εγώ πάντα να τρέχω και να παίζω μέσα σε αυτή την πανδαισία της φύσης, χωρίς να βλέπω άνθρωπο.
Η επαφή με τους ανθρώπους πληγώνει. Οι άνθρωποι πάντα φεύγουν κι αυτοί που αγαπάς πάντα σε πληγώνουν. Κάποιες φορές ανεπανόρθωτα. Από μικρή το έμαθα αυτό, όμως, ποτέ δεν το χώνεψα. Ποτέ δεν ήταν εύκολο να χάνω ανθρώπους αλλά ποτέ δεν μου ήταν εύκολο και να κρατάω ανθρώπους. Γιατί έχω ένα χάρισμα.
Να βλέπω την αλήθεια μέσα τους. Κι αυτό δεν το αντέχουν. Και άλλες φορές γιατί απλά έτσι είναι η ζωή, έτσι το φέρνουν οι καταστάσεις να χανόμαστε με ανθρώπους. Κι άλλες φορές γιατί δεν μας ήθελαν οι γύρω τους ή γιατί οι ίδιοι ήταν σπασμένοι ή γιατί δεν μπορούσα να καταλάβουν την αξία. Ή απλά γιατί δεν μας πήγαιναν.
Δεν κράτησα ποτέ κακία σε άνθρωπο που έφυγε. Δεν έκανα ποτέ όμως προσπάθεια να τον ξανακερδίσω. Έπνιγα το παράπονο μου και συνέχιζα το ταξίδι ελπίζοντας σε καλύτερους συνεπιβάτες.
Ελπίζοντας την επόμενη φορά να τα κάνω όλα σωστά. Πόσες φορές έφταιξα τον εαυτό μου. Μεγαλώνοντας, όμως, μπορούσα να ξεχωρίσω πότε φταίω και πότε όχι.
Μεγαλώνοντας όμως σταμάτησε και η υπομονή μου γιατί οι φυλακές που έκτιζα χωρίς να το θέλω και οι φυλακές που οι άλλοι προσπαθούσαν να μου κτίσουν με έπνιγαν. Σταματούσα όλο και περισσότερο να ανέχομαι.
Περισσότερο ήθελα να φύγω πάλι από τους ανθρώπους και να πάω πάλι πίσω στην παιδική μου αλάνα με τον ψηλό πλάτανο που πάνω του χάραξα το αρχικό σου και το αρχικό μου, πιστεύοντας έτσι ότι θα κρατούσαμε για πάντα.
Θέλουν να με κάνουν σαν κι αυτούς. Να με πείσουν ότι δεν είναι φυσιολογικό να κυνηγάω χαρταετούς και πεταλούδες. Να νιώθω, να μοιράζομαι, να μιλάω, να εκφράζομαι, να αγαπώ. Τους ενοχλεί ο δικός μου τρόπος που νοιάζομαι ή τον εκμεταλλεύονται. Ζηλεύουν την ελευθερία μου. Γι’ αυτό σταμάτησα και να νοιάζομαι.
Η πόρτα είναι πάντα ανοιχτή για κάποιον να φύγει. Αργά για να μην το καταλάβω, γρήγορα για να με ξαφνιάσει ή αφού με χτυπήσει σχεδόν θανάσιμα. Πάντα θα αφήνω τους ανθρώπους να φεύγουν, δεν θα τους αφήνω πάντα όμως να επιστρέφουν. Κι εσύ ήσουν η μεγαλύτερη εξαίρεση.
Ήσουν σαν πετρέλαιο που έπεφτε στη γη μου και την έκαιγε. Την κατέστρεφε για πάντα. Και σε άφηνα. Γιατί νόμιζα ότι μπορούσα να σε θεραπεύσω. Η αγάπη πάνω σου δεν πιάνει. Δεν ξέρω καν αν έχεις μέσα σου ψυχή. Και πια είμαι σίγουρη. Δεν έχεις. Δεν ήσουν ξεχωριστός. Ήσουν μια απ’ τα ίδια.
Ένα σώμα γεμάτο δηλητήριο που κατέστρεφε ό,τι καλό υπήρχε γύρω του. Ένα ψέμα που στολίζεται όμορφα και βάζει μυρωδιές για να κρύψει τη σαπίλα μέσα του.
Ήσουν μια απάτη. Και σε έσβησα. Και μαζί σου έσβησα και την απάτη του κόσμου. Είμαι καλά εδώ με τις λέξεις μου. Με αυτούς τους λίγους που ακόμα έχω γύρω μου. Ίσως να τους χάσω έναν έναν, όμως ποτέ δεν φοβήθηκε τη μοναξιά.
Ποτέ δε φοβήθηκα να ονειρεύομαι. Εγώ έχω τις λέξεις μου και είναι δικές μου. Εσύ έχεις μόνο κάτι στίχους δανεικούς που δεν πιάνεις καν το νόημα. Είσαι ολόκληρος μια απάτη. Μα εμένα πια δεν με ξεγελάς και δεν μπορείς να με ξαναπληγώσεις.
Ούτε εσύ, ούτε ο μίζερος κόσμος σου. Είσαι μαζί τους. Ένα με αυτούς, τους άλλους. Έχεις πεθάνει για μένα. Και αν σε δω μπροστά μου, τίποτα δε θα σημαίνει πια. Θα είσαι απλά ένας απ’ αυτούς κι αυτό το κέρδισες με το σπαθί σου.