Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Πόσο ανόητη υπήρξα θεέ μου.
Τόσο ανόητη που δεν καταλάβαινα το μαχαίρι που γυρνούσες στην καρδιά μου.
Τόση απαξίωση ρε φίλε είχα χρόνια να δω.
Κι εγώ σ’ έβλεπα κι έλιωνα.
Πιο χαζή πεθαίνεις.
Ναι χαζή ήμουνα που δέχτηκα όλο αυτό το λίγο που μου έδωσες.
Χαζή που ορέχτηκα το πολύ και πήρα το λίγο που μου πέταξες στα μούτρα.
Πού ήσουνα όταν σερνόμουν στα πατώματα, θα μου πεις;
Πού ήσουν όταν ούρλιαζα απ’ τον πόνο μου, θα μου πεις;
Πού ήσουν όταν σε χρειάστηκα πραγματικά , θα μου πεις;
Στα εύκολα είναι όλοι καλοί, στα δύσκολα όμως;
Κι εσύ ήσουνα εύκολο θύμα, ναι θύμα, γιατί έπεσες στην παγίδα σου, στην ευκολία σου, στην ζωούλα σου, έτσι όπως την ήθελες όμως εσύ.
Γι’ αυτό σου λέω, να με πετάξεις απ’ τις αναμνήσεις σου, γιατί δεν αξίζει να ζω εκεί μέσα.
Γιατί δεν άξιζα ποτέ να γίνω η ανάμνησή σου.
Είχες δίκιο σ’ όλα.
Μόνο που εγώ δεν το έβλεπα.
Κι ακόμα και τώρα είναι στιγμές που αμφιβάλλω για όλα.
Μια μάχη γίνεται μέσα μου.
Ο άγγελός μου ψιθυρίζει, ”θα σε βοηθήσω”.
Το ίδιο λέει και ο διάβολός μου, ”Θα σε βοηθήσω”.
Ένα σημάδι περιμένω για να καταλάβω πώς θα συνεχίσω.
Δεν έχω το χάδι σου πλέον, την στοργή σου, την αγάπη σου να με συντροφεύει, να με παρηγορεί.
Να μου δίνει κουράγιο, ότι όλα θα πάνε καλά.
Και τρέμει η ψυχή μου απ’ την προσπάθεια.
Τρέμει γιατί ξέρει ότι σε έχασε για πάντα.
Κοιτάω το χρόνο πίσω να βρω την στιγμή που όλα άρχισαν, να θυμηθώ να σε ξεχάσω, να θυμηθώ ότι δεν σε γνώρισα ποτέ.
Πόσο πόνο θα είχα γλυτώσει.
Πόσα λόγια θα είχα αποτρέψει.
Δεν τα χρειάζομαι όλα αυτά, γιατί αντιλήφθηκα ότι δεν με αναγνωρίζω πλέον.
Δεν είμαι εγώ αυτή, δεν ήμουνα έτσι πριν σε γνωρίσω, δεν θα είμαι πια ξανά εκείνη.
Εκείνη που την ποδοπάτησες, που την πόνεσες, που την έθαψες.
Εκείνη που γελούσε με όλα ρε, εκείνη που δεν υπάρχει πια.
Και κάνω ότι ξεχνάω, αλλά είναι όλα εκεί και με καταριούνται να μην ησυχάσω.
Πρέπει να ξεχάσω ότι σ’ αγάπησα πολύ.
Πρέπει να βρω το κουράγιο να νικήσω τον πόνο.
Τον πόνο που δεν σ’ αρνήθηκε ποτέ, ακόμη και τις ώρες που με πλήγωνες, που με πρόδινες.
Ακόμη κι εκείνες τις άμοιρες ώρες εγώ σε λάτρευα.
Και δεν μπορώ να προσποιηθώ την χαρά, όταν η λύπη με κατακλύζει.
Λύπη, γιατί σε χάνω, γιατί γλιστράς απ’ τα χέρια μου συνέχεια.
Και το μυαλό μου που σε σκέφτεται συνέχεια κουράστηκε.
Έχω ανάγκη να πιστεύω, γι’ αυτό μην με χαλαλίζετε με την προδοσία, μην μου σμιλεύετε τα σ’ αγαπώ μου.
Κοστίζει πλέον το σ’ αγαπώ μου, δεν το δανείζω.
Το φυγαδεύω μαζί με την ντροπή μου.
Το φυγαδεύω, γιατί δεν το αξίζεις!