Γράφει η Πράξια Αρέστη
Εγώ κι εσύ!
Επιτέλους γίναμε αυτό που προοριζόμασταν να γίνουμε.
Βρήκαμε πρώτα τον εαυτό μας, μέσα από μια επίπονη διαδρομή, κι ύστερα βρήκαμε ο ένας τον άλλο.
Έτσι δεν πάει πάντα; Για να μπορούν δύο άνθρωποι να αγαπήσουν ο ένας τον άλλο πραγματικά, πρέπει πρώτα να καταφέρουν να αποδεχτούν και να αγαπήσουν τον εαυτό τους.
Κι εγώ δεν έφυγα ποτέ, περιμένοντας σε να γίνεις αυτό που πάντα ήξερα ότι ήσουν. Ακόμη και τις φορές που δεν άντεχα ή δεν ήθελες να είμαι στη ζωή σου, σε αγαπούσα.
Κι εσύ δεν έφυγες ποτέ, όσο μακριά κι αν προσπαθούσες να τρέξεις από μένα. Όσα όρια κι αν προσπαθούσες να βάλεις στην ευτυχία μας, ένιωθα ότι την αξίζαμε και ότι έπρεπε να παλέψω γι’ αυτήν.
Κι ίσως τελικά ο έρωτας στην αρχή να μοιάζει με απειλή. Να μοιάζει με τυφώνα που έρχεται να γκρεμίσει τους τοίχους και τις άμυνες που κτίσαμε μέσα στα χρόνια από τους ανθρώπους για να νιώθουμε ασφαλείς.
Ίσως τελικά ο έρωτας στην αρχή να μοιάζει ανεξήγητος, μεταφυσικός και μαζί τρομακτικός. Γι’ αυτό κάποιοι δεν καταφέρνουν να τον ζήσουν ποτέ. Δεν τον αφήνουν να εισβάλει στη ζωή τους και μέσα τους. Δεν καταφέρνουν να κάνουν την μεγαλύτερη ανθρώπινη υπέρβαση, να νιώσουν.
Ίσως να μην τα καταφέρναμε ούτε εμείς. Ίσως ποτέ να μην κατάφερνα να σε εμπιστευτώ, ίσως ποτέ να μην κατάφερνες να με αποδεχτείς γι’ αυτό που είμαι.
Βάλαμε όμως, μπροστά γυμνές τις αλήθειες μας και απελευθερωθήκαμε. Αυτό που είσαι το θέλω, αυτό που είμαι το θέλεις. Και δεν χρειάζεται κανείς να πει ψέματα, να προσποιηθεί, να κρυφτεί ή να συγκρατηθεί. Γιατί πια σε ξέρω, γιατί πια με ξέρεις.
Πια κοιτάζουμε μόνο μπροστά λες και ξαναγεννηθήκαμε. Tα άσχημα πέρασαν. Οι πληγές έκλεισαν. Και μπορώ να έχω τα δάχτυλά μου μπλεγμένα με τα δικά σου και να νιώθω ότι βρήκα τον παράδεισο.
Και τον παράδεισο αυτό που μου χαρίζεις θα τον έχω πάντα μέσα μου να μου γλυκάνει την ψυχή, ακόμη κι όταν θα είμαστε χωριστά.