Ναι, ήταν εκεί, εδώ, παντού, πιο ζωντανή από ποτέ. Πιο ζωντανοί από ποτέ.
Γράφει η Στέλλα Γρηγοροπούλου
Σαν να ήρθε πάλι το καλοκαίρι, σαν ο αγέρας να ανακάτευε τα μαλλιά της. Πάλι, έτσι όπως και τότε, όπως πάντα στη θύμησή της. Σαν να τα ζούσε ξανά, όλα από την αρχή, σαν να μην πέρασαν καταιγίδες, σαν να σβήστηκαν όλα μονομιάς, σαν ευωδιές του γιασεμιού τα όμορφα βράδια που έσκαγαν σαν κροτίδες μέσα στη μνήμη της.
Ελεύθερη πάλι πάνω σε μια μηχανή που όμως δεν πατούσε στη γη μα πετούσε ψηλά εκεί κάπου ανάμεσα στον αγέρα και στα σύννεφα. Και όμως, ναι, ζούσε ξανά και δεν είχε χαθεί τίποτα. Ακούμπησε το παγωμένο της μάγουλο στο ζεστό του ώμο και κρατήθηκε ακόμα πιο σφιχτά, όχι για να μην πέσει από το πέταγμα μα για να νιώσει πως ήταν εκεί ζωντανή, ζωντανοί ξανά, μαζί και ας ήταν για λίγο, έστω για μια στιγμή, για δυο, τη σημασία είχε.
Ζούσε σου λέω και το φώναζε μέσα της και ας μην ακουγόταν η φωνή. Το αίμα της κυλούσε ξανά στις φλέβες της και κανένα κρύο πια δεν μπορούσε να την αγγίξει.
Ναι, ήταν εκεί, εδώ, παντού, ζωντανή, πιο ζωντανή από ποτέ.
Ζωντανή!