Να κεράσω λίγη αγάπη ακόμη;
Γράφει η Ντέμη Κάργατζη
Πάντα ήταν γι αυτήν ένα πρόσωπο χλωμό. Μια ανθρώπινη εικόνα που μετά βίας θυμόταν. Ένα όνομα σκέτο, χωρίς επίθετο, κάτι ιστορίες για το φίλο του φίλου και τίποτα παραπάνω.
Δεν είχε χρόνο η Λένια για πρόσωπα κι ιστορίες. Ήξερε ήδη αρκετά. Γνώριζε ανθρώπους, φυσιογνωμίες, αρώματα, σώματα. Μια μεγάλη παύση κι από κει και πέρα τίποτα. Παρωπίδες και φελλοί, να μη νιώθει, να μην ακούει, να μη γνωρίζει. Να δουλεύει πολύ, να κοιμάται λίγο, μια ρουτίνα ν’ αράξει. Αυτή κι ο εαυτός της και κάτι ιστορίες στρογγυλό καθισμένες στο μυαλό της. Χώρος για καινούργιες πουθενά.
Μπουχτίσαμε πια στις ιστορίες, πήξαμε κι αγάπη πουθενά. Δεν τη μοιράζουν την αγάπη να στέκεσαι στην ουρά δύο τρία μερόνυχτα κι ύστερα να ‘ναι δικιά σου. Στις μέρες μας λέει δε χαρίζεται η αγάπη. Κανείς δε θέλει να τη δώσει δίχως ανταλλάγματα κι η Λένια κάπως, κάπου, κάποτε την έδωσε. Κι εκεί που την έδωσε την κράτησαν κι εκεί που την κράτησαν δεν της γύρισαν τίποτα πίσω. Στέρεψε και τίποτα άλλο δε δίνει πια. Είναι και τόσοι κλέφτες που κυκλοφορούν εκεί έξω άλλωστε.
Κι όταν κι αυτή κι ο εαυτός της ξεκουράστηκαν, εκείνο το χλωμό πρόσωπο ξεθάμπωσε. Απέκτησε χρώματα, φωνή κι όνομα. Ύστερα απέκτησε και χαρακτήρα. Δεν ήταν πια ο φίλος του φίλου, ήταν ο φίλος της. Ζεστή ανθρώπινη εικόνα γεμάτη αισιοδοξία που σαν να της έλεγε: “λίγη αγάπη να κεράσω; ” Παραζαλισμένη η Λένια κι άφωνη, δεν πίστεψε πως την αγάπη την κερνούν. Τι θράσος είναι αυτό να τολμά να της λέει κάποιος κατάμουτρα πως χαρίζεται η αγάπη και κερνιέται. Πάει, έχασαν τα λογικά τους κι οι κλέφτες.
Κι εκείνος επανέλαβε: “λίγη αγάπη να κεράσω;” Άφρισε η Λένια κι έχασε το χρώμα της. Τώρα θα του δείξει αυτή του κλέφτη. Κι όσο εκείνος την κερνούσε αγάπη, άλλο τόσο εκείνη τον τιμωρούσε διπλά και τρίδιπλα για όλη εκείνη την αγάπη που της είχαν κλέψει.
“Να κεράσω λίγη αγάπη ακόμη;” της είπε χαμογελώντας. Τότε η Λένια άνοιξε τα χέρια της και πήγε κοντά του. Τώρα πια ξέρει. Την αγάπη τη μοιράζεις απλόχερα και μη θυμώνεις και μην απελπίζεσαι, αν δεν στη γυρίσουν πίσω. Το πρόβλημα δεν είναι ποιος θα δώσει και ποιος θα λάβει. Το πρόβλημα είναι να μην υπάρχει έλλειψη, να μη σταματά ποτέ η διακίνηση. Να μπορεί απλά η αγάπη να πηγαινοέρχεται, να κυκλοφορεί πέρα και δώθε. Κάπου να τελειώνει και κάπου να περισσεύει για να μη σταματά ποτέ το κέρασμα.