Γράφει η Πράξια Αρέστη
Που να ‘ξερες με τι τέρατα παλεύω αγάπη μου όταν με αφήνεις.
Τα βράδια με κυνηγάει το φιλί σου στις αραχνιασμένες γωνιές του δωματίου κι εγώ τρομαγμένη προσπαθώ να κρυφτώ κάτω από τα σεντόνια γιατί ξέρω πως είναι ένα παιχνίδι του βαριεστημένου μυαλού μου.
Τη συνήθισα τη μοναξιά. Είναι ωραίος ο ήχος της σιωπής σου κάτω από το φως του αμπαζούρ μου.
Είναι ωραίες οι σκιές στον τοίχο που στέκουν ακίνητες, ασάλευτες χωρίς να περιμένουν κάτι. Είμαι μια σκιά κι εγώ. Στη ζωή σου, στη ζωή μου.
Που να ‘ξερες αγάπη μου πως περνάνε οι μέρες μου, χωρίς να προλάβω να σκεφτώ αν ζω ή αν πέθανα. Και οι νύχτες μου που ξέρω ότι δε θα ‘ρθεις χαμένες μέσα στο τίποτα.
Που ξέρω ότι δε θα πεις τίποτα καλό, παρά μόνο θα ρίξεις ένα χιλιοειπωμένο “είμαι καλά” που το έχεις πάντα εύκολο και έτοιμο και μετά θα χαθείς σαν να μην υπάρχω, σαν να μην υπήρξαμε.
Εσύ με τον κόσμο σου κι εγώ στον κόσμο μου.
Δεν θες να ξέρεις αγάπη μου τι κάνω, δεν θες να ξέρω τι κάνεις.
Κρύβεσαι. Με αποφεύγεις. Με κατηγορείς.
Δεν ξέρεις αγάπη μου πώς περνάω τις νύχτες και τις μέρες μου. Πότε έχω ανάγκη από μια καλή κουβέντα, ένα αστείο, μια αγκαλιά.
Μου έχεις απαγορεύσει την είσοδο και μου φωνάζεις, που δεν αντέχω άλλο να στέκομαι έξω από την πόρτα σου παγωμένη να ζητιανεύω μια καλημέρα, μια καληνύχτα, ένα τηλεφώνημα.
Που να ΄ξερες αγάπη μου πως εδώ έξω που με άφησες κάνει τόση παγωνιά.