Γράφει η Αναστασία Κοζίμπα
Κλείδωσα με βία τη στιγμή, να μη περάσει ο χρόνος από μπροστά μου. Να σε κρατήσω λίγο παραπάνω δίπλα μου. Κρύφτηκα σαν παιδί κάτω από το σκέπασμα μαζί σου, να τον ξεγελάσω. Μα με βήμα σταθερό πέρασε από πάνω μου .Ίσως γελαστεί και προσπεράσει, σου ψιθύρισα στο αυτί μα σα να ξερες· σώπασες. Κι αυτή η σιωπή, κάτι από ψυχή στις τσέπες πήρε.
Κλείδωσα με βία την στιγμή, να μη περάσει ο χρόνος από μπροστά μου. Μα στο πέρασμα μού πήρε αντοχές και ανθρώπους.
Ίσως πάλι λυπηθεί τέτοια κατάντια και γυρίσει την πλάτη. Τόσα χρόνια μοναξιάς, το έκανα το χρέος μου. Όχι εμένα, όχι εμάς. Ποιος να αγγίξει εμάς; Πάντα λίγο ακόμα, πάντα λίγο παραπάνω από σένα. Κάτι παραπάνω από το μαζί. Μου την χρωστά αυτή η ταλαιπωρία τη χάρη. Σκέπασες απώλειες και φόβους. Και τώρα ζητάς όλες οι απώλειες να γίνεις.
Έκλεισα παντζούρια από νωρίς, σαν παιχνίδι να μοιάζει αυτή η σχέση. Να είναι νύχτα από το πρωί. Σφιχτά τα μάτια με δύναμη, λες και θα νικούσα με πείσμα το φευγιό. Κάθισα απέναντι σου και αντάλλαξα δυο λόγια. Δε μίλησα. Με κοίταξες με ντροπή, λες και έφταιγες εσύ που έπρεπε να φύγεις.
Με σαστισμένο βλέμμα, τι να περιμένω. Δύο κλεφτές ματιές τριγύρω. Μια ζωή για δέκα, στοιβαγμένη σαν πολλές στο τέλος. Κι όλα αυτά που αποκτήσαμε μαζί; Ποιος επόμενος θα είναι; Ποιος επόμενος θα γίνει; Πήρες το για πάντα από το στόμα αλλά με καθησύχασες.
Έπεσε βαρύ το χέρι σου στο δικό μου. “Μη φοβάσαι”, είπες. Συνέχισα να κοιτάζω σα παιδί τριγύρω, ελπίζοντας κάποιος να λυπηθεί και να αλλάξει τη συνέχεια. Γύρω μια ζωή, ώρες στη δουλειά, πόσο από σένα έχασα. Πόσο από εμάς; Γεμίζει ο άνθρωπος κενά και προχωράει. Νομίζει τα έχει όλα μα η ευτυχία μόνο στους ανθρώπους κρύβεται.
Μείνε λίγο ακόμα. Θα κάνω ησυχία, σαν εκείνα τα μεσημέρια που ήθελες να κοιμηθείς και καθόμουν να σε κοιτάζω με τις ώρες. Θα κάνω ησυχία σαν εκείνες τις διαδρομές μαζί σου, κάτι απογεύματα δίχως να μιλάμε. Με πόσο σιγουριά με γέμιζε η ζωή!
Μείνε λίγο ακόμα. Ίσως έρθω μαζί σου. Μου χρωστάς κάτι “σ’αγαπώ” που δε προλάβαμε. Εκείνη την εκδρομή που όλο αναβάλαμε. Κάτι γέλια ξεχασμένα, που αφήσαμε στην άκρη γιατί ήσουν κουρασμένη από την δουλειά. Άστο για αύριο έλεγες.
Πόσα θα κλέψει αυτό το αύριο; Πιασμένοι χέρι χέρι, να μας βρει το πρωί. Και όταν θα ρωτήσουν το γιατί, θα ξέρουμε μόνο εμείς πως κάποια άτομα, το “για πάντα” εννοούν !