Γράφει η Άρτεμις Βαμβουμάνη
Στην υγειά σου εαυτέ μου, που εσύ δε θα με προδώσεις ποτέ. Στην υγειά όλων των αναμνήσεων που περάσαμε αντάμα μαζί. Στην υγειά εκείνων των στιγμών που μου έκοβαν την ανάσα, που θαρρούσα πως η ευτυχία μου θα κρατούσε για πάντα. Κι εσύ εκεί με καμάρωνες και μου έκλεινες κρυφά το μάτι. Μου κρατούσες το χέρι και καρδιοχτυπούσες μαζί μου. Γελούσες με τη χαρά μου και με χάιδευες.
Εις υγεία των πιο αξημέρωτων δειλινών, που θαρρούσα πως δε θα ξημερώσει ποτέ. Σε εκείνες τις νύχτες λοιπόν που αντάμα μας έβρισκε η ανατολή του ήλιου και το ποτό μου έβρεχε τα χείλη και ξεδιψούσε για λίγο τη σπαραγμένη μου ψυχή. Κι ύστερα όλα θολά μέσα στο μυαλό όπως το τσιγάρο μου που έκαιγε γύρω μου έτσι καιγόταν και τα σωθικά μου.
Στην υγειά σου εαυτέ μου, που με ακολουθείς πίστα και τρυπώνεις στις πιο κρυφές μου σκέψεις, στα όνειρα που με στοιχειώνουν στο μαξιλάρι μου.
Στην υγειά σου εαυτέ μου που εσύ δε θα με προδώσεις ποτέ. Εσύ μου θυμίζεις καθημερινά ποιος είμαι και πόσο αξίζω. Τις στιγμές που βουτάω στο κενό μου μου απλώνεις πάντα το χέρι σου και με τραβάς να ξεπροβάλω ξανά στο φως. Εις υγεία σου λοιπόν που δε με σκορπάς και δε με παζαρεύεις σε σχέσεις μισές και δήθεν, που μου ζεσταίνεις την καρδιά και με ταρακουνάς όταν ξεχνώ που βαδίζω και που ανήκω.
Αφού εσύ δεν θα με προδώσεις ποτέ σου ανήκω και μου ανήκεις. Ας πιούμε γλυκά στην υγειά μας, κι όλα τα άλλα θα ρθουν.