Τίποτα λιγότερο απ’ το ολόκληρο, το απόλυτο, το ακέραιο.
Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Και κάθε φορά που δεν είσαι καλά, θα με ρίχνεις κι εμένα.
Κάθε φορά που δεν έχεις όρεξη θα με πετάς σαν το σκουπιδάκι απ’ το πέτο σου.
Κι εγώ κάθε φορά σιωπαίνω, γιατί αν μιλήσω θα σπάσουν και οι πέτρες από τις κραυγές μου.
Σου κερνάω την σιωπή μου που τόση ανάγκη την έχεις.
Δεν καταδέχομαι να με δεις πληγωμένη.
Δεν καταδέχομαι να ζω μέσα σε πέτρινες καρδιές.
Δεν καταδέχομαι τίποτα που δεν μου αξίζει.
Θέλω να χορτάσω το τίποτα της καρδιάς μου, αυτό που αισθάνομαι τώρα, για να μπορέσω και πάλι να το γεμίσω με κάτι.
Με κάτι που να μπορέσει να μου δώσει την αξία μου και πάλι.
Μ’ αυτό που θα μου δώσει πίσω την περηφάνεια μου.
Γιατί γενικά στις σχέσεις δεν είμαστε μόνοι.
Κι εγώ πιέζομαι αν με αφήσεις πολύ μόνη, πιέζομαι αν τα αφήσεις όλα διάπλατα.
Κάπου θέλω να ακουμπάω μωρέ, να δίνω το στίγμα μου.
Εσένα σε άφησα ελεύθερο, γιατί έτσι το επιθυμείς.
Αλλά τον εαυτό μου πολεμάω, αν αξίζω αυτήν την σχέση.
Την θέλω πολύ, την λαχταρώ, αλλά μου αξίζει τελικά;
Με την αγάπη μου που είναι σαν αλάνα τι γίνεται;
Με τα συναισθήματα που μου γεννιούνται τι γίνεται τελικά;
Εσύ θέλεις την ησυχία σου κι εγώ κάμπτομαι από μια συνεχόμενη ανησυχία.
Είναι που σε θέλω πολύ και τρελαίνομαι απ’ την επιθυμία.
Κι όταν τρελαίνομαι, φοβάμαι μην τα κάνω όλα πουτάνα.
Γιατί σε αυτό τον κόσμο τίποτα δεν είναι δικό μου, παρά μόνο η ψυχή μου.
Κι αν δεν με θέλει μία δεν θέλω χίλιες.
Και μην νομίζετε ότι είναι μόνο εγωιστικό, αλλά είναι και το σωστό.
Γιατί να θέλεις και να ποθείς κάποιον όταν δεν σε θέλει με όλα τα κύτταρα του μυαλού του;
Και λέω μυαλό, γιατί όλα από εκεί ξεκινάνε κι εκεί καταλήγουν.
Και το δικό μου μυαλό είναι πολύ δυνατό.
Πώς να στο πω για να το καταλάβεις;
Για να με κερδίσεις πρέπει να έχει πανσέληνο και να ουρλιάζουν οι λύκοι.
Να κατεβεί το φεγγάρι στην θάλασσα και να παλεύει με τα κύματα.
Να βγάλει αφρούς το κύμα και εκεί επάνω να με παίρνεις.
Κι όπως με παίρνεις με θολωμένα μάτια, να χύνεται η λάβα απ’ το ηφαίστειο δίπλα και να σου καίει τα σωθικά.
Ένα ηφαίστειο, μια κραυγή λύκων, ένα κύμα που λυσσομανάει.
Γδύσου να κομματιαστούμε να μην μείνει κανείς.
Να έρθεις με μάτια γυρισμένα ανάποδα, σαν κόκκινες πευκοβελόνες σε πυρκαγιά.
Γι’ αυτό σου λέω έλα να αναστήσω την φωνή σου και να απλώσω στα χέρια σου την αγάπη μου.
Έλα, γιατί αλλού η αγάπη πονάει.
Και δεν μπορώ να πουλήσω το πάθος μου για τίποτα λιγότερο απ’ το ολόκληρο, το απόλυτο, το ακέραιο.