Γράφει η Πράξια Αρέστη
Ψες στα όνειρά μου χαμογέλουσα.
Ψες η συνείδησή μου με ταξίδεψε πάλι στο παρελθόν.
Έφερε το αλμυρό φιλί στα χείλη μου, τότε που ήμασταν νέοι και δε μας ένοιαζε να περάσουμε όλη τη νύχτα στην άμμο και να λερώσουμε το παλιό μας αυτοκίνητο.
Εκείνο το παλιό μαύρο αυτοκίνητο, ήταν τόσο απλό όσο και η ζωή μας τότε.
Με πήγε παντού. Έζησε κάθε μου περιπέτεια, τραγούδησε μαζί μου, έκλαψε και γέλασε μαζί μου. Δεν θα μπορέσω πότε να το αποχωρίστω γιατί μου θυμίζει την πιο ανέμελη και τρελή εποχή στη ζωή μου.
Το όνειρό μου είχε τη μυρωδιά του λεμόνανθου και του δυόσμου όπως στην αυλή του πατρικού μου. Που καθόμουν τα βράδια και χάζευα τα αστέρια και το φεγγάρι χωρίς να βιάζομαι.
Τότε που τον περιμένα να φανεί στη στροφή του δρόμου και να τον βάλω κρυφά στο δωμάτιο για να φιλιόμαστε όλο το βράδυ, να τσακωνόμαστε και να γελάμε κάτω από τα σεντονιά με το φόβο μην μας τσακώσουν.
Τα όνειρά μου πάνε πάντα πίσω. Στο παρόν δεν έχουν τίποτα να πουν. Και με πάνε σε σένα. Τον τελευταίο μου έρωτα. Εκεί σταματάνε τα όνειρά μου. Εκεί που σταμάτησα να νιώθω. Εκεί που έχασα κάθε ελπίδα ότι θα ξαναρθείς, ότι θα μείνεις. Κι έρχεσαι από πίσω μου και νιώθω το χέρι σου να με αγγίζει και να μου λες πως όλα θα πάνε καλά.
Και μετά χάνεσαι και επιπλέω μόνη μου σε μία απέραντη θάλασσα με το ηλιοβάσιλεμα πίσω μου και επικρατεί απόλυτη γαλήνη και ηρεμία.
Μια ηρεμία που μοιάζει να είναι λίγο πριν τον θάνατο. Λες και δεν έχω τίποτα άλλo πια να περιμένω. Λες και όλα από δω και στο έξης θα είναι τα ίδια. Ήσυχα. Θανάσιμα ήσυχα.
Δεν έχει πια έρωτες, δεν έχει φίλους σπασμένους για ξενύχτια. Όλοι κόλλησαν με μια φθηνή γόμα τα κομμάτια τους και παίζουν τους ευτυχισμένους και προσέχουν μη λερώσουν τα ακριβά τους ρούχα, μην αργήσουν στη δουλειά, μη νιώσουν. Όπως εμένα…
Τα ονείρα μου με παίρνουν εκεί που θέλω να πάω. Σε όλα αυτά που μου λείπουν. Ξυπνάνε τις κοιμισμένες μου αισθήσεις.
Κι όταν ανοίξουν τα μάτια μου παίρνω πάλι το κινητό να δω αν έστειλες από συνήθεια. Και ξεκινά η ίδια μέρα με χθες και προχθές. Μία πλήξη και μία ηρεμία που μοιάζει με αργό θάνατο.
Θα τα αντάλλαζα όλα για να βρεθώ σε μία κατασκήνωση μαζί σου για πολλές μέρες. Με λίγα ρούχα και τίποτα άλλο. Θα τα αντάλλαζα όλα για να νιώσω στην αγκαλιά σου.
Όμως, δε θέλω να έρθεις. Γιατί θα έρθεις μόνο όταν και όπως θες εσύ και μετά πάλι θα με πεις τρελή και θα χαθείς. Είσαι πληγή που δεν κλείνει ποτέ. Είσαι ένα ψέμα. Μια αυταπάτη του μυαλού.
Μην έρθεις για να ξαναφύγεις. Έχω τα όνειρά μου και το παλιό μου αυτοκίνητο που μισούσες και θα με πάνε παντού. Θα ‘ρθω εγώ να σε βρω. Εκείνο το κορίτσι που γνώρισες κάποτε και μεγάλωσε να σε περιμένει κάπου μέσα μου υπάρχει. Κρυμμένο στα όνειρά μου.
Όταν ο υπολογιστής κλείσει, όταν το σπίτι είναι στην εντέλεια, όταν το παιδί πάει για ύπνο, όταν τα μάτια μου κουραστούν και δε θέλουν να βλέπουν άλλο την πραγματικότητα, εκείνο το αθώο κορίτσι που ζούσε από τον έρωτα, την περιπέτεια, τους φίλους και τη φύση, ξαναγγεννάται κάθε βράδυ