Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Μια φορά κι έναν καιρό, ήτανε μια πολύ δυνατή γυναίκα!
Ήτανε μια γυναίκα από αυτές που επιπόλαια τις αποκαλούμε βράχο, ατσάλι, σίδερο κι ανθεκτικές!
Απόψε λοιπόν μια δυνατή πήρε το πουπουλένιο της μαξιλάρι αγκαλιά και κουλουριάστηκε στην μια πλευρά του κρεβατιού της, η άλλη του πλευρά ήταν ερημιά χρόνια τώρα, ακόμα κι όταν για λίγο υπήρχε κάποιος εκεί, μα τελικά δεν ήταν, ήτανε σαν να μην υπήρχε.
“Είμαι δυνατή εγώ”, διατυμπάνιζε όλη την μέρα σε όλους η αλήτισσα, γιατί η υπερηφάνεια της έτσι της όριζε να κάνει. “Αντέχω εγώ και τα καταφέρνω”, έλεγε σε όλους η ψεύτρα, τόσο πειστικά, που σχεδόν τους είχε πείσει όλους!
Κι έτσι, από παντού κι από όλους άκουγε, “μπράβο σου, δεν έχεις ανάγκη εσύ, εσύ αντέχεις, εσύ τα καταφέρνεις όλα, κι όλα τα μπορείς”!
Μα κι απόψε, δίχως κανένας να το ξέρει και να το φανταστεί, ξανά έγινε αδύναμη.
Απόψε ξανά δεν τα κατάφερε, φούσκωσε κι έσπασε το φράγμα που έφτιαχνε όλη την μέρα μόνη της, κι άρχισαν τα δάκρυα να τρέχουν απ΄ τα μάτια της, ανεξέλεγκτα, ρυάκια ατίθασα, ποτάμια αγριεμένα έξω απ΄ την κοίτη τους.
Κι όσο έκλαιγε, τόσο έσφιγγε το μαξιλάρι της, θαρρείς πως εκείνο είχε γίνει ο πιο δικός της “άνθρωπος”. Όμως ρε φίλε, “δεν είναι άνθρωπος το μαξιλάρι”, της έλεγε μια φωνούλα μέσα της και την διέλυε.
“Δεν δίνει αγκαλιά ένα μαξιλάρι, ούτε σου ψιθυρίζει μέσα στο σκοτάδι, σ΄ αγαπάω, εγώ είμαι εδώ, μη μου φοβάσαι, για να μη φοβάσαι και για να ξαποστάσει η κουρασμένη σου ψυχή”, επέμενε να της λέει η φωνούλα.
Και τα αναφιλητά την έπνιξαν κι απόψε, της κόψαν την ανάσα και την διέλυσαν και πάλι!
Και κάπως έτσι την βρήκε ακόμη ένα ξημέρωμα, να τραντάζεται απ΄ το κλάμα επάνω στο κρεβάτι της, σαν φυλλαράκι που το περιπαίζει ο άνεμος, και να πνίγεται από τα κύματα που έτρεχαν στα ματιά της, σαν ναυαγός που βουλιάζει στον βυθό του, χωρίς ούτε ένα συντρίμμι έστω δίπλα της για να κρατηθεί από κάπου.
Κάπως έτσι, σας λέω, ήταν τα περισσότερα της βράδια.
Κάπως έτσι τους ξεγελούσε όλους η αλήτισσα, σφίγγοντας μαξιλάρια ως τα χαράματα, ώσπου να φέξει και πάλι η μέρα και να ρίξει όπως όπως επάνω της εκείνο το χιλιοφορεμένο της χαμόγελο και να τους ξεγελάσει και πάλι απ΄ την αρχή.
Μα εκείνη η επίμονη φωνούλα δεν ξεγελιέται τελικά, το βράδυ και πάλι θα είναι εκεί και θα ψελλίζει απάνθρωπα κι αφόρητα, “τι να σου κάνει ένα μαξιλάρι μάτια μου βροχερά και χειμωνιάτικα;
Δεν δίνει αγκαλιά ένα μαξιλάρι, ούτε σου ψιθυρίζει μέσα στο σκοτάδι, σ΄ αγαπάω, εγώ είμαι εδώ, μη μου φοβάσαι”…
Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, ήταν μια δυνατή γυναίκα, από τις τόσες και τόσες δυνατές που κάθε βράδυ τις συναντάς κάτω απ΄ τα μαξιλάρια τους!