Γράφει η Άννα Ζανιδάκη
Τι θέλουν να πετύχουν θα ήθελα να ήξερα, αυτοί που γκρινιάζουν και δε βάζουν γλώσσα μέσα.
Αν σκεφτόταν ένας ή μια, πως τα έχουν όλα, όσο γίνεται και πως το κυριότερο σφύζουν από υγεία, θα θελα να ξερα γιατί τρώγονται με τα ρούχα τους.
Αυτό διάβασα, άκουσα, φοβήθηκα κι αποφάσισα να βάλω τέλος σε μια χρόνια τοξική σχέση και σε έναν αήθη και ασύλληπτα δυναμικό πόλεμο μεταξύ μας.
Φώναζα, θυμάσαι και σου λεγα, γκρίνιαξέ μου κι άλλο μπορείς, μα εσύ από κομπασμό γέμιζες κι ολοένα γινόταν το χειρότερο όνειρό μου, σκέτος εφιάλτης.
Μια ζωή εξαρχής που κανένας δεν ήταν σε θέση να δει και να προνοήσει το τέλος της, το ατελές χάος που της επικρατήσαμε.
Γκρίνια, μουρμούρα, όλα να μας φταίνε, τα πάντα να μας πειράζουν, αλλά το χειρότερο να χουμε την υγειά μας κι έτσι όμως κοντέψαμε στο παρά πέντε να τη χάσω, εγώ .
Γιατί άραγε να πάνε να τη χάσουν μόνο οι γυναίκες, καθώς ευαίσθητες απ τη φύση τους τα βάζουν κάτω μια και δυο και τρεις, αλλά το αποτέλεσμα ίδιο, αν δε συμμετέχουν σ όλο αυτό και οι δυο πλευρές του ζευγαριού.
Γκρίνιαξε κι άλλο μπορείς, φώναζα, φώναζες και οι ιαχές τους σπάζανε τα τύμπανα του οργανισμού μας και το ίδιο έκρουαν τα τύμπανα του πολέμου μεταξύ μας.
Κανείς δεν ήθελε να το δει, λες και οι φρούδες ελπίδες γέμιζαν τα μισάνοιχτα παραθύρια μας, χωρίς να θέλουν ν ασφαλίσουν τις ανάσες και τις προσδοκίες μας.
Γκρίνιαξέ μου κι άλλο, θα πω, θα πεις, μα η ουσία μία και καταδικαστική και για τους δυο μας, για την οικογένειά μας.
Μα έτσι επήλθε κι η λύτρωσή μας καθώς τα ψεγάδια της βαρηκοΐας της τακτικής μας, ίσως και να μας έσωσε από τμήμα βαρυποινιτών εκάστοτε ψυχολογικής μας έντασης και περιόδου τρομερών καυγάδων και διαμαρτυριών μου.