Γράφει ο Κωστής Παναγιωτόπουλος
Τις τελευταίες μέρες είσαι ανήσυχος, οι κινήσεις σου είναι διστακτικές, ο τρόπος που της μιλάς, διαφορετικός. Το κινητό έχει γίνει ο καλύτερος σου φίλος, δεν το χάνεις λεπτό από τα μάτια σου. Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες δεν είσαι ο εαυτός σου, χάνεσαι, το μυαλό σου γυρνα στα παλιά και οι αναμνήσεις σου καταλαμβάνουν το κάστρο του παρόντος. Το κινητό σου χτυπά. Ένα νέο μήνυμα, όχι κοινό όμως, ένα μήνυμα που το λαμβάνεις κάθε χρόνια τέτοια περίοδο. Βλέπεις το όνομα της, χαμογελάς και απομακρύνεσαι από τον καναπέ που είχατε καθίσει αγκαλιά με την κοπέλα σου.
«Ποιος είναι και χαμογελάς;» σε ρωτά και εσυ κατευθείαν απομακρύνεις το χαμόγελο.
«Από την δουλειά τα κάνανε παλι μαντάρα, χαμογελάω γιατί καταλαβαίνω πλέον με αποδείξεις ότι δεν μπορούν χωρίς εμένα.» απαντάς και ήταν αρκετό για να πειστεί. Πηγαίνεις στην κουζίνα όπου και ανοίγεις το μήνυμα. Το χαμόγελο επέστρεψε και το πρόσωπο σου λάμπει.
«Έφτασε, επιτέλους, αυτή τη φορά έμοιαζε σαν να κόλλησε ο χρόνος. Ανυπομονώ να σε δω, να σε σφίξω στην αγκαλιά μου όπως τότε, να μυρίζω το άρωμα σου και να χάνομαι στις αναμνήσεις. Αύριο στο ίδιο μέρος όπως κάθε χρόνο και την ίδια ώρα. Ανυπομονώ…»
Η καρδιά σου χτυπά σαν τρελή, η προσμονή σου δεν κρύβεται, το σπίτι είναι πολύ μικρό.
«Αγάπη μου όλα καλά με την δουλειά; Που είσαι;» η φωνή της κοπέλας σου σε επαναφέρει στην πραγματικότητα.
«Όλα οκ, αν εξαιρέσεις τον πονοκέφαλο που μου δημιούργησε, θα ανέβω επάνω για να ξαπλώσω.» της απαντάς από την κουζίνα, δεν αντέχεις να την κοιτάξεις στα μάτια, ξέρεις ότι δεν το αξίζει, ξέρεις ότι όλο αυτό είναι ασέβεια μπροστά σε όλα αυτά που έχει κάνει για σένα.
Η μέρα ξημέρωσε, κατάλαβες κάθε λεπτό που περνούσε μέχρι να έρθει, δεν έκλεισες μάτι. Ξυπνάτε μαζί, προσπαθεί να σε αγκαλιάσει. «Είσαι καλύτερα σήμερα ζωή μου;» σε ρωτά έχοντας αυτό το νάζι που τοσο αγαπάς στην φωνή της.
«Καλύτερα είμαι, πρέπει να πηγαίνω, έχω πολύ δουλειά σήμερα, θα αργήσω».
Έχεις ήδη κανει μπανιο, έχεις ντυθεί και πλήρως ετοιμαστεί. Βρίσκεσαι στην πόρτα με το χέρι στο πόμολο.
«Πριν φύγεις μπορώ να σε καθυστερήσω για 5 λεπτά»
«Δεν μπορεί να περιμένει μέχρι να γυρίσω;»
«Όχι, πρέπει να ειπωθεί τώρα, πριν ανοίξεις την πόρτα και φύγεις»
«Ακούω.»
«Η αγάπη είναι στις θυσίες και έχω κανει πολλές για σένα. Η αγάπη είναι στις αγκαλιές και έχεις χαθεί άπειρες φορές μέσα στην δίκη μου. Η αγάπη είναι στα δύσκολα και έχω αντέξει. Αγάπη είναι να κανεις κάποιες φορές πίσω και έχω κανει πολύ. Ξέρεις τι ΔΕΝ είναι η αγάπη, αγάπη μου;» το στομάχι σου έχει δεθεί, ξέρεις ότι ξέρει, τα μάτια σου πλέον κοιτούν το πάτωμα.
« Η αγάπη δεν σε κανει ηλίθια. Μάτια έχεις, μυαλό έχεις αλλά λες τι στα κομμάτια κάποια στιγμή θα καταλάβει αλλά τίποτα. Σε θάμπωσαν τα ρούχα, τα λόγια και τα κόλπα στο κρεβάτι της; Αυτός είσαι. Ξεχνάς ότι εγώ μάζεψα τα κομμάτια σου; Ξεχνάς; Φυγε, πήγαινε λοιπόν αλλά εγώ τέλος! Τέλος, ακούς;»
«Δεν μπορώ να σου πω τίποτα, τίποτα που να μπορώ να απαντήσω σε αυτά που είπες, είμαι ηλίθιος, συγνώμη.»
Έρχεται κοντά σου, πιάνει το χέρι σου που ακόμη είναι μαρμαρωμένο στο πόμολο και ασκεί δύναμη σε αυτό. Η πόρτα ανοίγει.
«Φυγε, κουράστηκα. Φύγε και ίσως του χρόνου λάβεις και από μένα μήνυμα….»
Τα δάκρυα δεν έχουν καμία δύναμη πλέον, μπαίνεις στο αυτοκίνητο σου και χάνεσαι στο έρημο πρωινό δρόμο…
Join the discussion